Η λεοπάρδαλη

J O N E S B O Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 40 41 ήταν και η καλύτερη επιλογή. Θα περίμενε, όμως, τριάντα έξι ώρες πριν το πουλήσει, ώστε να προλάβω να την κοπανήσω από το Χονγκ Κονγκ». «Αλλά δεν έφυγες». «Καμιά φορά αργώ να μπω στο νόημα». «Και μετά;» Ο Χάρι άνοιξε τα χέρια του διάπλατα. «Και μετά, αυτό. Εδώ, στο Τσάνγκινγκ». «Και τα μελλοντικά σου σχέδια;» Ο Χάρι σήκωσε τους ώμους κι έκανε να σβήσει το τσιγάρο του. Και η Κάγια θυμήθηκε το εξώφυλλο του δίσκου που της είχε δείξει κάποτε ο Έβεν, με τη φωτογραφία του Σιντ Βίσιους από τους Sex Pistols. Και τη μουσική που έπαιζε στο βάθος: No fu-ture, no fu-ture . Ο Χάρι έσβησε το τσιγάρο του. «Άκουσες ό,τι χρειαζόσουν ν’ ακούσεις, Κάγια Σούλνες». «Ό,τι χρειαζόμουν;» απάντησε σκυθρωπή. «Δεν καταλαβαί­ νω τι θες να πεις». «Δεν καταλαβαίνεις;» Σηκώθηκε όρθιος. «Τι νομίζεις; Ότι κάθομαι και φλυαρώ για όπιο και στοιχήματα επειδή είμαι ένας μοναχικός Νορβηγός που έτυχε να συναντήσει μια συμπατριώ­ τισσά του;» Η Κάγια δεν απάντησε. «Το κάνω για να συνειδητοποιήσεις ότι δεν είμαι ο άνθρωπος που χρειάζεστε. Για να πας πίσω χωρίς να έχεις την αίσθηση ότι δεν εκτέλεσες το καθήκον σου. Για να μην ξαναβρεθείς σε μπε­ λάδες μέσα σε σκοτεινά κλιμακοστάσια κι εγώ να μπορέσω να ξανακοιμηθώ με την ησυχία μου χωρίς ν’ ανησυχώ ότι θα οδηγή­ σεις τους δανειστές μου κατευθείαν σ’ εμένα». Η Κάγια τον περιεργάστηκε. Υπήρχε κάτι το αυστηρό, το ασκητικό επάνω του, το οποίο ερχόταν όμως σε αντίθεση με τo παιχνίδισμα των ματιών του, που ήταν σαν να σου έλεγε ότι δεν ήταν ανάγκη να τα παίρνει κανείς όλα στα σοβαρά. Ή, για να διαβατήριό σου». Άναψε το τσιγάρο του και φύσηξε τον αέρα προς τον ανεμιστήρα της οροφής, που γυρνούσε τόσο αργά ώστε οι μύγες τον χρησιμοποιούσαν σαν καρουζέλ. «Υπάρχουν κι εν­ δυματολογικοί κανόνες, οπότε πήγα και μου έραψαν ένα κο­ στούμι. Οι πρώτες δύο εβδομάδες ήταν αρκετές για να με δελεά­ σουν. Εκεί γνώρισα τον Χέρμαν Κλούιτ, έναν Νοτιοαφρικανό που έκανε τεράστια περιουσία με ορυχεία στην Αφρική. Μου έμαθε πώς να χάνω διόλου ευκαταφρόνητα ποσά με πάρα πολύ στιλ. Γούσταρα τρελά. Το βράδυ πριν την κούρσα, την τρίτη εβδομά­ δα, ο Κλούιτ με κάλεσε για δείπνο. Διασκέδασε τους καλεσμέ­ νους του επιδεικνύοντας τη συλλογή του από αφρικανικά σύνερ­ γα βασανιστηρίων από την Γκόμα. Τότε ήταν που ο σοφέρ του μου έδωσε κάτι εμπιστευτικές πληροφορίες. Το φαβορί μιας κούρσας, λέει, είχε τραυματιστεί αλλά το κρατούσαν κρυφό και θα το έβαζαν να τρέξει. Το θέμα ήταν ότι με τόσο ξεκάθαρο φα­ βορί, θα δημιουργούνταν αυτό που λέμε minus pool, δηλαδή θα σου ήταν αδύνατον να κερδίσεις χρήματα ποντάροντας πάνω του. Αλλά μπορούσες να κερδίσεις ποντάροντας εναντίον άλλων στοιχημάτων. Παίζοντας, π.χ., quinella. Για να κερδίσεις, όμως, ένα καλό ποσό, έπρεπε να στοιχηματίσεις ένα αρκετά μεγάλο κεφάλαιο. Ο Κλούιτ μού δάνεισε χρήματα λόγω της ειλικρινούς μου φάτσας. Κι ενός κοστουμιού ραμμένου και κομμένου στα μέτρα μου». Ο Χάρι φάνηκε να χαμογελάει στη θύμηση των γε­ γονότων, χαζεύοντας την καύτρα του τσιγάρου του. «Και;» ρώτησε η Κάγια. «Και το φαβορί κέρδισε με έξι μήκη διαφορά» είπε ο Χάρι σηκώνοντας τους ώμους. «Όταν εξήγησα στον Κλούιτ ότι δεν είχα δεκάρα τσακιστή, φάνηκε πραγματικά να με συμπονά. Μου εξήγησε ότι, ως επιχειρηματίας, έπρεπε να παραμείνει πιστός στις επιχειρηματικές του αρχές. Με διαβεβαίωσε ότι κάτι τέτοιο δεν περιελάμβανε τη χρήση κονγκολέζικων οργάνων βασανιστη­ ρίων αλλά, πολύ απλά, την πώληση του χρέους μου στην Τριάδα, μ’ ένα μικρό κουρεματάκι. Κάτι που, όπως παραδέχτηκε, δεν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=