Η λεοπάρδαλη

J O N E S B O Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 34 35 «Εγώ είμαι, η Κάγια» είπε εκείνη ψιθυριστά. «Η Κάγια Σούλνες». Το σώμα μπροστά στα πόδια της σταμάτησε στη μέση της κίνησης. Κι ύστερα κατέρρευσε πάνω στο στρώμα. «Τι σκατά κάνεις εσύ εδώ;» βόγκηξε, με μια φωνή ακόμη βαθιά απ’ τον ύπνο. «Ήρθα να σε πάρω». Εκείνος κάγχασε με τα μάτια του κλειστά. «Να με πάρεις; Τα ίδια θα λέμε πάλι;» Η Κάγια έβγαλε έναν φάκελο, έσκυψε προς το μέρος του και τον κράτησε μπροστά στο πρόσωπό του. Εκείνος άνοιξε το ένα του μάτι. «Αεροπορικό εισιτήριο. Για το Όσλο». Το μάτι ξανάκλεισε. «Ευχαριστώ, αλλά θα μείνω εδώ». «Εάν μπορώ να σε βρω εγώ, τότε μπορούν κι εκείνοι». Ο Χάρι δεν απάντησε. Η Κάγια περίμενε, ακούγοντας την ανάσα του και το νερό που έσταζε αναστενάζοντας. Ξανάνοιξε τα μάτια του, έτριψε το πρόσωπό του κάτω από το δεξί του αυτί και στηρίχτηκε στους αγκώνες του. «Έχεις τσιγάρο;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Ο Χάρι πέταξε από πάνω του το σεντόνι, σηκώθηκε και πήγε προς το ντουλάπι. Παρό­ λο που ζούσε σ’ ένα υποτροπικό κλίμα, ήταν αναπάντεχα χλωμός. Και αδυνατισμένος, τόσο που φαίνονταν τα πλευρά του, ακόμα και στην πλάτη. Η κορμοστασιά του έδειχνε ότι κάποτε ήταν κα­ λογυμνασμένος, αλλά οι παραμελημένοι του μύες έμοιαζαν τώρα με σκιές κάτω απ’ το λευκό του δέρμα. Άνοιξε το ντουλάπι. Η Κάγια παρατήρησε με έκπληξη ότι τα ρούχα ήταν διπλωμένα και τακτοποιημένα. Φόρεσε ένα κοντομάνικο κι ένα τζιν παντελόνι, αυτό που φορούσε και την προηγουμένη, και με δυσκολία τράβηξε ένα τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα από την κωλότσεπη. Έχωσε τα πόδια του σ’ ένα ζευγάρι σαγιονάρες και την προ­ σπέρασε, ανάβοντας συγχρόνως τον αναπτήρα του. Αφρική και το Πακιστάν, κοιτώνες δίχως δωμάτια, μόνο χωρί­ σματα, δίχως πόρτες, δίχως τηλεοράσεις, δίχως κλιματισμό και δίχως ιδιωτική ζωή. Ο μαύρος νυχτοφύλακας στην είσοδο ενός κοιτώνα είχε κοιτάξει τη φωτογραφία που του έδωσε η Κάγια για αρκετή ώρα· το εκατοδόλαρο που του πρόσφερε για ακόμα περισσότερη· κι ύστερα το τσέπωσε κι έδειξε με το δάχτυλο έναν από τους θαλαμίσκους. Χάρι Χόλε , σκέφτηκε εκείνη. Σε τσάκωσα . Βρισκόταν ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω σ’ ένα απλό στρώμα κι ανέπνεε σχεδόν ανεπαίσθητα. Μια βαθιά ρυτίδα χαράκωνε το μέτωπό του. Η προεξοχή στη γνάθο του κάτω από το δεξί αυτί ξεχώριζε ακόμα περισσότερο τώρα που κοιμόταν. Ήχοι από άντρες που έβηχαν και ροχάλιζαν έφταναν στ’ αυτιά της από τους άλλους θαλαμίσκους. Από την οροφή έσταζε νερό, χτυπού­ σε στο πάτωμα με βαθιούς, απογοητευμένους στεναγμούς. Στο άνοιγμα του θαλαμίσκου ξεγλιστρούσε το γαλάζιο φως από τα φώτα νέον της ρεσεψιόν. Μπροστά στο παράθυρο υπήρχε ένα ντουλάπι· παραδίπλα μια καρέκλα κι ένα πλαστικό μπουκάλι νερό δίπλα στο στρώμα. Και μια γλυκόπικρη μυρωδιά, σαν κα­ μένο λάστιχο. Στο πάτωμα, δίπλα στο μπιμπερό, υπήρχε ένα τασάκι. Απάνω του, ένα τσιγάρο έκαιγε ακόμη. Η Κάγια κάθισε στην καρέκλα και συνειδητοποίησε ότι ο Χάρι κρατούσε κάτι στη χούφτα του χεριού του. Έναν λιπαρό, κιτρινωπό σβόλο. Η Κάγια είχε δει αρκετό χασίς στις περιπολίες της για να καταλά­ βει ότι αυτό εδώ δεν ήταν χασίς. Η ώρα είχε πάει σχεδόν δύο όταν ξύπνησε ο Χάρι. Η Κάγια αντιλήφθηκε μια μικροσκοπική αλλαγή στον ρυθμό της αναπνοής του και, ξαφνικά, το ασπράδι των ματιών του γυάλισε μες στη νύχτα. «Ράκελ;» ψιθύρισε. Και ξανακοιμήθηκε. Μισή ώρα αργότερα άνοιξε τα μάτια του διάπλατα, αναπή­ δησε, κοίταξε γύρω του κι αμέσως έκανε να πιάσει κάτι κάτω από το στρώμα του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=