Η λεοπάρδαλη

33 J O N E S B O 32 4 SEX PISTOLS Ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης του χόστελ ακούμπησε σκεφτικός το δάχτυλό του στο μέτωπο κάτω από το τουρμπάνι και την κοίταξε έντονα, για πολλή ώρα. Ύστερα σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε έναν αριθμό. Είπε δυο τρεις λέξεις στ’ αραβικά κι ύστερα το έκλεισε. «Περίμενε» είπε. «Ίσως. Ίσως όχι». Η Κάγια χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο στο στενό τραπέζι που χρησίμευε ως ρεσεψιόν και περίμεναν. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο ιδιοκτήτης το σήκωσε, άκουσε και το ξανακατέβασε, δίχως να πει λέξη. «Εκατόν πενήντα χιλιάδες δολάρια» είπε. «Εκατόν πενήντα;» επανέλαβε η Κάγια, αδυνατώντας να το πιστέψει. «Δολάρια Χονγκ Κονγκ, κυρία». Η Κάγια έκανε υπολογισμούς με το μυαλό της. Γύρω στις εκατόν τριάντα χιλιάδες νορβηγικές κορόνες. Περίπου το διπλά­ σιο απ’ ό,τι την είχαν εξουσιοδοτήσει να πληρώσει. Τον βρήκε περασμένα μεσάνυχτα, σχεδόν σαράντα ώρες από την τελευταία φορά που είχε κοιμηθεί. Έψαχνε εξονυχιστικά τον τομέα Η του Τσάνγκινγκ τρεις ολόκληρες ώρες. Είχε σχηματίσει έναν πλήρη νοητό χάρτη του τομέα, καθώς κινούνταν από χόστελ σε χόστελ κι από καφέ σε ταχυφαγείο, από τα σαλόνια για μα­ σάζ στους κοιτώνες για τους αλλοδαπούς εργάτες από την «Μια χαρά περνάω εδώ. Τι να το κάνω το διαβατήριο;» Μ’ ένα μικρό κουδούνισμα η πόρτα άνοιξε τρίζοντας, κι ένας ζεστός, δυσώδης αέρας ξεπήδησε από τα κορμιά που ήταν στοι­ βαγμένα μες στον ανελκυστήρα. «Δεν φεύγω!» είπε η Κάγια, δυνατότερα απ’ ό,τι υπολόγιζε. Τα πρόσωπα τον ανθρώπων γύρισαν και την κοίταξαν με ένα μείγμα ανυπομονησίας και εμφανούς περιέργειας. «Κι όμως, φεύγεις» απάντησε εκείνος, βάζοντας το χέρι του στην πλάτη της και σπρώχνοντάς την προσεκτικά κι αποφασι­ στικά προς το εσωτερικό. Την περιτριγύρισαν αμέσως ανθρώπι­ να κορμιά, κλείνοντάς της τον δρόμο και κάνοντας αδύνατη οποιαδήποτε κίνηση. Κατάφερε να γυρίσει το κεφάλι της προς το μέρος του καθώς οι πόρτες έκλειναν πίσω τους. «Χάρι!» φώναξε. Μα εκείνος είχε ήδη φύγει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=