Η λεοπάρδαλη
J O N E S B O Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 30 31 ακόμα περιστρεφόμενη πόρτα, στάθηκαν μπροστά σ’ έναν ανελ κυστήρα, εκείνος πάτησε το βελάκι προς τα κάτω και εστίασε το βλέμμα του στον φωτεινό αριθμό 11 πάνω από την πόρτα. «Αλ λοδαποί εργάτες» είπε. «Βαριούνται μόνοι τους». «Το ξέρω» του απάντησε εκείνη προκλητικά. «Πάτησε το G για το ισόγειο, στρίψε δεξιά και προχώρησε ίσια. Θα βγεις κατευθείαν στη Νέιθαν Ρόουντ». «Σε παρακαλώ, άκουσέ με. Είσαι ο μοναδικός στο Ανθρωπο κτονιών που έχει εμπειρία με κατά συρροή δολοφόνους. Εσύ έπιασες τον Χιονάνθρωπο». «Σωστά» απάντησε εκείνος. Η Κάγια είδε το βλέμμα του να παίζει και το δάχτυλό του να διατρέχει το πιγούνι του μέχρι και το δεξί του αυτί. «Κι ύστερα παραιτήθηκα». «Παραιτήθηκες; Πήρες αναρρωτική άδεια, θες να πεις». «Παραιτήθηκα. Σαν να λέμε τετέλεσται » . Για πρώτη φορά η Κάγια παρατήρησε την αφύσικη προεξοχή που έκανε η γνάθος του προς τα δεξιά. «Ο Γκούναρ Χάγκεν λέει ότι όταν έφυγες από το Όσλο πριν από έξι μήνες συμφώνησε να σου δώσει άδεια μέχρι νεωτέρας». Ο άντρας χαμογέλασε και η Κάγια είδε το πρόσωπό του να μεταμορφώνεται. «Επειδή ο Χάγκεν αδυνατεί να το χωνέψει...» Σώπασε και το χαμόγελό του έσβησε. Το βλέμμα του στράφηκε ξανά προς τον φωτεινό αριθμό πάνω απ’ τον ανελκυστήρα, που τώρα ήταν το 5. «Όπως και να ’χει, δεν δουλεύω πια για την αστυνομία». «Σε έχουμε ανάγκη...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήξερε ότι το πήγαινε φιρί φιρί, αλλά κάτι έπρεπε να κάνει πριν τον ξαναχά σει. «Κι εσύ έχεις ανάγκη εμάς». Τα μάτια του γύρισαν και την κοίταξαν. «Τι στον άνεμο σε κάνει να πιστεύεις κάτι τέτοιο;» «Χρωστάς χρήματα στην Τριάδα. Αγοράζεις φούντα απ’ τον δρόμο μέσα σ’ ένα μπιμπερό. Ζεις...» η Κάγια έκανε μια γκρι μάτσα «...εδώ μέσα. Και δεν έχεις πια διαβατήριο». σεις πάνω στον τάπητα ενός καλοφωτισμένου γυμναστηρίου, έχοντας γύρω της τον εκπαιδευτή και τους συναδέλφους της. «Σωστή πόρτα, σωστή πόρτα, κυρία. Αποδώ είναι η διασκέ δαση». Η ανάσα του στο πρόσωπό της βρόμαγε ψάρι, κρεμμύδι και μαριχουάνα. Στο γυμναστήριο η Κάγια είχε έναν μόνο αντί παλο. «Όχι, ευχαριστώ» τους είπε, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της σταθερή. Ο μαύρος άντρας την πλησίασε από το πλάι και της έπιασε και τον άλλο καρπό, και με φωνή που μια γινόταν ψιθυριστή και μια δυνάμωνε, της είπε: «Εμείς θα σου δείξουμε». «Μόνο που δεν υπάρχουν και πολλά πολλά να δει, ε;» Τρία κεφάλια γύρισαν απότομα προς την πόρτα. H Κάγια ήξερε πως το διαβατήριό του έλεγε ύψος ένα κι ενενήντα δύο. Αλλά στο άνοιγμα της πόρτας που ήταν φτιαγμέ νη για τα μέτρα του Χονγκ Κονγκ, ο άντρας φάνταζε τουλάχι στον δύο δέκα. Και διπλάσιος σε όγκο απ’ ό,τι μία ώρα νωρίτε ρα. Τα χέρια του κρέμονταν στο πλάι, ελαφρώς απομακρυσμένα από το κορμί του, μα εκείνος δεν κινήθηκε, δεν τους αγριοκοίτα ξε, ούτε φώναξε· κοίταξε μόνο ήρεμα τον λευκό άντρα και επα νέλαβε: «Τι λες, υπάρχουν, jau-ye;». Η Κάγια ένιωσε τα δάχτυλα του λευκού άντρα να σφίγγουν κι ύστερα να χαλαρώνουν γύρω από τον καρπό της. Παρατήρησε τον μαύρο που ζύγιαζε το βάρος του μια στο ένα πόδι, μια στο άλλο. «Ng-goi» είπε ο άντρας στο άνοιγμα της πόρτας. Ένιωσε τα χέρια τους να την αφήνουν, διστακτικά. «Έλα, πάμε» της είπε, παίρνοντας το χέρι της απαλά. Η Κάγια ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε καθώς αποχωρού σαν. Από την ένταση και την ντροπή. Ντροπή για την ανακούφι ση που ένιωθε, για το πόσο βραδυκίνητο είχε αποδειχτεί το μυα λό της, για το πόσο πρόθυμα τον άφησε να κανονίσει τα δυο άκακα βαποράκια που ήθελαν μονάχα να την ταράξουν λίγο. Τη συνόδεψε δυο ορόφους πιο πάνω, πέρασαν μέσα από μία
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=