Η λεοπάρδαλη
J O N E S B O Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 28 29 «Έι, έι! Πού είσαι; Πού πήγες;» Ψηλαφιστά, η Κάγια προχώρησε μπροστά και βρήκε μια πόρτα. Την άνοιξε και, πριν την κυριέψει ο φόβος, βρέθηκε σε άλλο ένα σκοτεινό κλιμακοστάσιο. Κάπου ψηλότερα, διέκρινε φως. Ανέβηκε τρία τρία τα σκαλιά. Το φως έμπαινε από το τζά μι μιας περιστρεφόμενης πόρτας. Η Κάγια την έσπρωξε και βρέθηκε σ’ έναν άδειο, γυμνό διάδρομο όπου κάποιος είχε προ σπαθήσει μάταια να μπαλώσει τον ξεφλουδισμένο σοβά. Η υγρασία αναδυόταν από τους τοίχους σαν δύσοσμη αναπνοή. Ακουμπισμένοι στον έναν τοίχο, δυο άντρες με τσιγάρα που κρέμονταν απ’ τα χείλη τους. Μια γλυκιά μυρωδιά έφτασε προς το μέρος της. Τη ζύγισαν με βλέμματα νωθρά. Υπερβολικά νω θρά, ευχήθηκε η Κάγια. Ο μικρόσωμος ήταν μαύρος, μάλλον από την Αφρική. Ο άλλος ήταν λευκός κι είχε στο μέτωπό του μια ουλή σε σχήμα πυραμίδας, σαν προειδοποιητικό τρίγωνο. Η Κά για είχε διαβάσει στο περιοδικό Αστυνομία ότι στο Χονγκ Κονγκ περιπολούσαν στους δρόμους τριάντα χιλιάδες αστυνομικοί, κα θιστώντας το την ασφαλέστερη μητρόπολη του κόσμου. Στους δρόμους. «Ψάχνουμε χασισάκι, κυρία;» Η Κάγια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, προσπάθησε να χαμογελάσει με αυτοπεποίθηση και να συμπεριφερθεί όπως η ίδια παρότρυνε να κάνουν τα νεαρά κορίτσια που συναντούσε στα σχολεία: σαν να ήξερε πού πήγαινε κι όχι σαν πρόβατο που είχε ξεστρατίσει από το κοπάδι. Όχι σαν θύμα. Οι δυο άντρες τής ανταπέδωσαν το χαμόγελο. Η μοναδική άλλη έξοδος από τον διάδρομο ήταν χτισμένη με τούβλα. Έβγαλαν τα χέρια από τις τσέπες τους και τα τσιγάρα απ’ το στόμα τους. «Μήπως παρεούλα, τότε;» «Λάθος πόρτα μάλλον» απάντησε η Κάγια στ’ αγγλικά κι έκανε μεταβολή για να φύγει. Ένα χέρι την άρπαξε από τον καρπό. Ο τρόμος είχε γεύση αλουμινίου μες στο στόμα της. Θεω ρητικά, ήξερε τι να κάνει. Είχε προπονηθεί για τέτοιες καταστά ση και δεν ταίριαζε στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο που είχε δει έξω από το εστιατόριο του Λι Γιουάν. Βαθιά, μεστή φωνή. «Είμαι Νορβηγίδα» είπε η Κάγια. Καμία απάντηση. Η Κάγια ξεροκατάπιε. Γνώριζε ότι οι πρώ τες λέξεις της θα ήταν και οι πιο σημαντικές. «Το όνομά μου είναι Κάγια Σούλνες. Έχω αναλάβει να σε βρω. Κατ’ εντολή του Γκούναρ Χάγκεν». Ουδεμία αντίδραση στο άκουσμα του ονόματος του αρχηγού του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. Μήπως δεν ήταν πια εκεί; «Διερευνώ δολοφονίες υπό την επίβλεψη του Χάγκεν» συνέ χισε η Κάγια μες στο σκοτάδι. «Συγχαρητήρια». «Καθόλου. Ειδικά αν διαβάζεις τις νορβηγικές εφημερίδες τους τελευταίους μήνες». Η Κάγια δάγκωσε τη γλώσσα της. Τι στο καλό, έκανε και χιούμορ; Έφταιγε η απουσία ύπνου. Ή τα νεύρα της. «Εννοώ συγχαρητήρια που έφερες εις πέρας την αποστολή σου» απάντησε η φωνή. «Με βρήκες λοιπόν. Τώρα μπορείς να γυρίσεις πίσω». «Περίμενε!» φώναξε η Κάγια. «Δεν θες ν’ ακούσεις τι έχω να σου πω;» «Καλύτερα όχι». Μα οι λέξεις που είχε προβάρει τόσες φορές ξέφυγαν από το στόμα της: «Δυο γυναίκες δολοφονημένες. Η ιατροδικαστική έρευνα δείχνει τον ίδιο δράστη. Πέραν αυτού, δεν έχουμε τίπο τα. Τα μίντια έχουν ελάχιστες πληροφορίες αλλά κάθονται και ουρλιάζουν για έναν νέο κατά συρροή δολοφόνο. Ορισμένοι σχο λιάζουν πως μπορεί να έχει εμπνευστεί από τον Χιονάνθρωπο. Έχουμε καλέσει εμπειρογνώμονες της Ιντερπόλ αλλά ούτε κι αυτοί έχουν καταφέρει να βρουν τίποτα. Η πίεση από τα μίντια και τις αρχές...» «Και το εννοώ. Όχι» είπε η φωνή. Μια πόρτα έκλεισε με δυνατό κρότο.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=