Η λεοπάρδαλη
J O N E S B O Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 26 27 νες που έσταζαν. Αποφάσισε ν’ ανέβει τα σκαλιά. Από κάτω της, ο ήχος μιας πόρτας που κάποιος την είχε κλείσει με πάταγο. Κατέβηκε με φούρια τις σκάλες και βρήκε μπροστά της το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να έχει κάνει τον ήχο που άκουσε: μια βαριά, βαθουλωμένη, μεταλλική πόρτα. Άρπαξε το πόμολο, ένιωσε το σώμα της να τρέμει, έκλεισε τα μάτια της κι έβρισε από μέσα της. Κι ύστερα άνοιξε με μανία την πόρτα και χώθηκε στο σκοτάδι. Δηλαδή, εκτός κτιρίου. Κάτι έτρεξε πάνω στα πόδια της, αλλά η Κάγια ούτε ούρλια ξε ούτε κουνήθηκε. Στην αρχή, νόμιζε ότι είχε μπει στο φρεάτιο κάποιου ανελκυ στήρα. Μα κοιτώντας προς τα πάνω, ξεχώρισε μαυρισμένους, τού βλινους τοίχους σκεπασμένους με έναν πυκνό ιστό από υδροσωλή νες, καλώδια, σκεβρωμένα κομμάτια μετάλλου και μια διαλυμένη, μεταλλική σκαλωσιά. Βρισκόταν σ’ έναν μικρό ακάλυπτο μεταξύ δύο κτιρίων. Το μοναδικό φως προερχόταν από ένα τετράγωνο άνοιγμα προς τα αστέρια, ψηλά πάνω από το κεφάλι της. Παρόλο που δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό, νερό έσταζε από παντού, πάνω στο πρόσωπό της και στο ασφαλτο στρωμένο δάπεδο κάτω από τα πόδια της. Η Κάγια συνειδητο ποίησε ότι έβγαινε από τις μικρές, σκουριασμένες κλιματιστικές μονάδες που προεξείχαν από την πρόσοψη των κτιρίων. Έκανε ένα βήμα πίσω κι ακούμπησε την πλάτη της πάνω στη μεταλλική πόρτα. Περίμενε. Και εντέλει, μέσα από το σκοτάδι, άκουσε: «Τι θέλεις;». Η Κάγια δεν είχε ξανακούσει τη φωνή του. Ναι, δηλαδή, την είχε ακούσει σ’ εκείνη την εκπομπή στην τηλεόραση, που ήταν αφιερωμένη στους κατά συρροή δολοφόνους, αλλά η πραγματι κότητα της φαινόταν εντελώς διαφορετική. Είχε μια φθαρμένη, βραχνή χροιά που τον έκανε να μοιάζει μεγαλύτερος από σαρά ντα – η Κάγια γνώριζε πως μόλις τα είχε κλείσει. Και την ίδια στιγμή, η φωνή του ενέπνεε ηρεμία, ασφάλεια και αυτοπεποίθη Ο πειρασμός να τον προφτάσει και να του συστηθεί μια κι έξω, να τελειώνει με την όλη υπόθεση, ήταν μεγάλος. Αλλά είχε απο φασίσει ν’ ακολουθήσει το αρχικό της σχέδιο: να ανακαλύψει πρώτα πού κατοικούσε. Η βροχή είχε σταματήσει ξαφνικά και, μέσα από μια χαραγματιά στα σύννεφα, φάνηκε ο ουρανός, μα κρινός και βελούδινος, κατάστικτος με απαστράπτοντα άστρα. Περπάτησαν για είκοσι λεπτά κι ύστερα ο άντρας σταμάτησε ξαφνικά σε μια γωνία. Η Κάγια φοβήθηκε ότι την είχε πάρει χαμπάρι. Όμως ο άντρας δεν έκανε μεταβολή· στάθηκε απλώς κι έβγαλε κάτι από μια τσέπη του μπουφάν του. Η Κάγια κοίταξε κατάπληκτη: ένα μπιμπερό. Ο άντρας έστριψε στη γωνία κι εξαφανίστηκε. Η Κάγια τον ακολούθησε κι έφτασε σε μια μεγάλη πλατεία γεμάτη κόσμο, κυρίως νεαρούς. Στην άλλη άκρη της πλατείας, πάνω από φαρδιές, γυάλινες πόρτες, υπήρχε μια ταμπέλα στα αγγλικά και τα κινέζικα. Η Κάγια αναγνώρισε πάνω της τους τίτλους νέων κινηματογραφικών ταινιών που δεν θα έβλεπε πο τέ. Τα μάτια της ξαναβρήκαν το δερμάτινο μπουφάν και παρα κολούθησαν τον άντρα να εναποθέτει το μπιμπερό στην πλίνθινη βάση ενός χάλκινου αγάλματος που αναπαριστούσε μια αγχόνη με έτοιμη θηλιά. Ο άντρας προσπέρασε δυο κατειλημμένα πα γκάκια και κάθισε στο τρίτο. Βρήκε μια εφημερίδα κι άρχισε να διαβάζει. Πέρασαν είκοσι δευτερόλεπτα. Ξανασηκώθηκε, επέ στρεψε στο άγαλμα, άρπαξε το μπιμπερό, το έβαλε στην τσέπη του και άρχισε να προχωρά προς τον δρόμο απ’ όπου είχε έρθει. Η βροχή είχε ξαναρχίσει όταν έφτασαν στην είσοδο της Έπαυλης Τσάνγκινγκ. Η Κάγια άρχισε να προετοιμάζεται για να του μιλήσει. Δεν υπήρχε πια ουρά στους ανελκυστήρες, ο άντρας, όμως, ανέβηκε μια σκάλα, έστριψε δεξιά και χώθηκε μέσα σε μια περιστρεφόμενη πόρτα. Η Κάγια έτρεξε ξοπίσω του και βρέθηκε ξαφνικά σε ένα εγκαταλειμμένο, ελεεινό κλιμακο στάσιο που βρομούσε κάτουρο γάτας και βρεγμένο μπετόν. Κράτησε την ανάσα της, αλλά το μόνο που άκουγε ήταν σταγό
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=