Η λεοπάρδαλη

J O N E S B O Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 24 25 σώμα της είχε πάθει τέτοια αγκύλωση από τις τόσες ώρες πτή­ σης που, όπως και να καθόταν, την έσφαζαν οι πόνοι. Γύρισε το κεφάλι της δεξιά αριστερά για να βοηθήσει την κυκλοφορία του αίματος. Ύστερα προς τα πίσω. Ο αυχένας της έκανε κρακ. Το βλέμμα της έπεσε στα γαλαζόλευκα φώτα νέον στο ταβάνι. Κα­ τέβασε μετά το κεφάλι της και κοίταξε ίσια μπροστά, αντικρίζο­ ντας ένα χλωμό, κυνηγημένο πρόσωπο. Ο άντρας στεκόταν πίσω από τα κλειστά, μεταλλικά παραθυρόφυλλα προς τον διάδρομο και σάρωνε εξονυχιστικά το εσωτερικό του εστιατορίου. Το βλέμμα του σταμάτησε στους δύο Κινέζους που κάθονταν στον πάγκο. Τους είδε κι έσπευσε να απομακρυνθεί. Η Κάγια σηκώθηκε όρθια αλλά το ένα της πόδι είχε μουδιά­ σει και λύγισε κάτω από το βάρος του σώματός της. Άρπαξε την τσάντα της και ακολούθησε κουτσαίνοντας τον άντρα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. «Να μας ξανάρθετε!» άκουσε τον Λι Γιουάν να φωνάζει ξο­ πίσω της. Πόσο ισχνός έμοιαζε… Στις φωτογραφίες έδειχνε μεγαλόσω­ μος, ψηλός· στην εκπομπή της τηλεόρασης, η καρέκλα όπου κα­ θόταν φάνταζε λες κι είχε κατασκευαστεί για Πυγμαίους. Μα η Κάγια δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία· αυτός ήταν: το βα­ θουλωμένο, ξυρισμένο κεφάλι, η έντονη μύτη, τα μάτια γεμάτα σπασμένα αγγεία σαν ιστός αράχνης, κι εκείνες οι ξεπλυμένες, χλωμές, γαλάζιες ίριδες των αλκοολικών. Το θεληματικό πιγούνι με το αναπάντεχα τρυφερό, σχεδόν όμορφο στόμα. Βγήκε κακήν κακώς στη Νέιθαν Ρόουντ. Στο φέγγος που δη­ μιουργούσαν τα φώτα νέον κατάφερε να διακρίνει το δερμάτινο μπουφάν του που ξεχώριζε πάνω από το πλήθος. Δεν φαινόταν να βιάζεται, αλλά η Κάγια έπρεπε ν’ ανοίξει το βήμα της για να τον φτάσει. Έστριψε από τον πολυσύχναστο εμπορικό δρόμο και μπήκε σε κάτι αραιοκατοικημένα στενάκια. Η Κάγια άφησε την απόσταση μεταξύ τους να μεγαλώσει. Προχωρώντας, είδε με την άκρη του ματιού της μια πινακίδα που έγραφε «Μέλντεν Ρόου». Η Κάγια έγνεψε αργά αργά. «Είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς». Ο ιδιοκτήτης του χόστελ κούνησε το κεφάλι του καγχάζοντας. «Όχι, κυρία. Είναι αδύνατον να ξεφύγει κανείς. Αλλά στο Χονγκ Κονγκ μπορεί να κρυφτεί. Εφτά εκατομμύρια άνθρωποι. Εύκο­ λο να εξαφανιστείς». Η Κάγια άρχισε να νιώθει έντονα την απουσία ύπνου κι έκλεισε προς στιγμή τα μάτια της. Ο ιδιοκτήτης του χόστελ μάλ­ λον το παρεξήγησε, γιατί ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της παρηγορητικά και μουρμούρισε: «Έλα τώρα». Δίστασε για μια στιγμή, ύστερα έσκυψε προς το μέρος της και ψιθύρισε: «Νομίζω ότι άντρας είναι ακόμη εδώ, κυρία». «Ναι, το ξέρω». «Όχι, εννοώ εδώ, Τσάνγκινγκ. Τον βλέπω». Σήκωσε το κεφάλι της. «Δυο φορές» συνέχισε. «Στου Λι Γιουάν. Εκεί τρώει. Φτηνό ρύζι. Μην πεις ότι το είπα. Ο άντρας σου είναι καλός άνθρωπος. Αλλά όλο μπελάδες». Γύρισε το βλέμμα του προς τον ουρανό και τα μάτια του λες και χάθηκαν σχεδόν μες στο τουρμπάνι του. «Πολλούς μπελάδες». Το μαγαζί του Λι Γιουάν αποτελούνταν από έναν πάγκο, τέσσε­ ρα πλαστικά τραπέζια κι έναν Κινέζο που της χαμογέλασε εγκάρδια όταν έξι ώρες αργότερα και μετά από δυο μερίδες τηγανητό ρύζι, τρεις καφέδες και δυο λίτρα νερό, η Κάγια ξύ­ πνησε μ’ ένα τίναγμα, σήκωσε το κεφάλι της από το λιγδιασμέ­ νο τραπέζι και τον κοίταξε. «Tired?» γέλασε ο Κινέζος, δείχνοντας μια ατελή σειρά δο­ ντιών. Η Κάγια χασμουρήθηκε, παρήγγειλε τον τέταρτο καφέ της και συνέχισε να περιμένει. Δυο Κινέζοι ήρθαν και κάθισαν στον πάγκο δίχως να δώσουν παραγγελία ή να βγάλουν μιλιά. Δεν της έριξαν ούτε μία ματιά, κι η Κάγια ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=