Η λεοπάρδαλη
J O N E S B O Η Λ Ε Ο Π Α Ρ Δ Α Λ Η 22 23 «Η Τριάδα;» Παρόλο που η Κάγια είχε ακουστά την οργάνωση, παρέμενε πεπεισμένη πως η κινέζικη μαφία ανήκε πρωτίστως στον κόσμο των κινούμενων σχεδίων και των ταινιών καράτε. «Κάθισε, κυρία». Της βρήκε στα γρήγορα μια καρέκλα κι η Κάγια σωριάστηκε πάνω της. «Τον έψαχναν. Είχε βγει έξω κι έτσι πήραν το διαβατήριό του». «Το διαβατήριό του; Γιατί;» Ο άντρας δίστασε. «Σας παρακαλώ. Πρέπει να μάθω». «Φοβάμαι πως ο σύζυγος στοιχημάτιζε στα άλογα». «Στα άλογα;» «Στο Χάπι Βάλεϊ. Ιππόδρομο. Αίσχος». «Χρωστάει χρήματα; Στην Τριάδα;» Ο άντρας έγνεψε καταφατικά κουνώντας το κεφάλι του αρ κετές φορές, για να της δείξει ότι λυπόταν πολύ γι’ αυτό το γεγονός. «Και πήραν το διαβατήριό του;» «Πρέπει να ξεπληρώσει το χρέος του εάν θέλει να φύγει από το Χονγκ Κονγκ». «Μόνο από τη νορβηγική πρεσβεία μπορεί να πάρει καινούρ γιο διαβατήριο». Το τουρμπάνι σείστηκε συθέμελα. «Α, μπορείς να βρεις ψεύ τικο διαβατήριο εδώ στο Τσάνγκινγκ για ογδόντα δολάρια Αμε ρικής. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα, κυρία, είναι ότι το Χονγκ Κονγκ είναι νησί. Πώς ήρθες εδώ;» «Με το αεροπλάνο». «Και πώς θα φύγεις;» «Με το αεροπλάνο». «Ένα και μοναδικό αεροδρόμιο. Εισιτήρια. Όλα τα ονόματα στον υπολογιστή. Πολλά σημεία ελέγχου. Πολλοί στο αεροδρό μιο πληρώνονται από την Τριάδα για να αναγνωρίζουν πρόσω πα. Καταλαβαίνεις;» ένα γρήγορο χαμόγελο σ’ έναν σαστισμένο τουρίστα με σακίδιο στην πλάτη, με έναν οδηγό Lonely Planet στο χέρι και με κατά λευκα πόδια που έτρεμαν κάτω από μια υπεραισιόδοξη βερμού δα παραλλαγής. Ένας ένστολος φρουρός κοίταξε το σημείωμα που του έδωσε κι έδειξε προς τον διάδρομο. «Τρίτος ανελκυστήρας» είπε. Η ουρά για τον ανελκυστήρα ήταν τόσο μεγάλη που η Κάγια έπρεπε να περιμένει την τρίτη φορά που άνοιξαν οι πόρτες για να έρθει η σειρά της και να σαρδελοποιηθεί μέσα στην ετοιμόρ ροπη κασέλα που τρανταζόταν και την έκανε να σκέφτεται τους τσιγγάνους, που θάβουν τους νεκρούς τους όρθιους. Το χόστελ ανήκε σ’ έναν μουσουλμάνο που φορούσε τουρ μπάνι και ο οποίος αμέσως, και γεμάτος ενθουσιασμό, της έδει ξε για δωμάτιο ένα κιβώτιο, όπου είχαν εκ θαύματος χωρέσει μια επιτοίχια τηλεόραση στο ύψος του κρεβατιού κι ένα κλιμα τιστικό που γουργούριζε πάνω απ’ το κεφαλάρι. Ο ενθουσια σμός του ιδιοκτήτη μαράθηκε όταν η Κάγια διέκοψε τον οίστρο του για να του δείξει τη φωτογραφία ενός άντρα, με το όνομά του γραμμένο όπως στο διαβατήριό του, και να τον ρωτήσει αν γνώριζε πού βρισκόταν. Βλέποντας την αντίδρασή του, έσπευσε να τον πληροφορή σει ότι ήταν η σύζυγός του. Η γραμματέας της πρεσβείας τής είχε εξηγήσει ότι η επίδειξη της αστυνομικής της ταυτότητας στο Τσάνγκινγκ ήταν τουλάχιστον «αντιπαραγωγική». Πρό σθεσε μάλιστα ότι εκείνη και ο άντρας της φωτογραφίας είχαν πέντε παιδιά. Η συμπεριφορά του ιδιοκτήτη άλλαξε άρδην. Μια νεαρή, αλλόθρησκη γυναίκα που είχε προλάβει να φέρει στον κόσμο τόσο πολλά παιδιά άξιζε τον σεβασμό του. Ξεφύ σηξε βαριά, κούνησε το κεφάλι του κι είπε με θλιμμένα, στακά τα αγγλικά: «Θλιβερό, θλιβερό, κυρία. Ήρθαν και πήραν διαβα τήριό του». «Ποιος;» «Ποιος; Η Τριάδα, κυρία. Πάντα η Τριάδα είναι».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=