Η λεοπάρδαλη

17 J O N E S B O 16 3 ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ Η βροχή δεν σταμάτησε με την πρώτη. Ούτε με τη δεύτερη. Ουσιαστικά, δεν σταμάτησε καθόλου. Για εβδομάδες ολό­ κληρες ο καιρός ήταν υγρός και ήπιος. To χώμα ήταν μονίμως νοτισμένο· ολόκληροι αυτοκινητόδρομοι ευρωπαϊκών προδιαγρα­ φών κατέρρεαν, τα μεταναστευτικά πτηνά δεν μετανάστευαν κι υπήρχαν αναφορές για έντομα που πρώτη φορά εμφανίζονταν σε τόσο βόρεια κλίματα. Το ημερολόγιο έλεγε ότι είχε μπει ο χειμώνας, αλλά τα πάρκα του Όσλο όχι μόνο δεν ήταν χιονισμέ­ να, δεν ήταν καν καφετιά. Ήταν καταπράσινα κι ελκυστικά όπως το τεχνητό γρασίδι στο Σον, όπου απελπισμένοι φαν της σκληρής γυμναστικής έκαναν τζόγκινγκ φορώντας τα αλά Μπγιορν Ντάλι κολάν τους και περιμένοντας μάταια να πέσει χιόνι γύρω από τη λίμνη Σόνσβαν. Την παραμονή της Πρωτοχρο­ νιάς η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που, ακόμα κι αν ο ήχος από τα βεγγαλικά που έσκαγαν στο κέντρο του Όσλο έφτανε μέχρι το προάστιο του Άσκερ, σου ήταν αδύνατον να δεις οτιδήποτε, κι ας τα άναβες στον ίδιο σου τον κήπο. Παρ’ όλα αυτά, εκείνο το βράδυ οι Νορβηγοί ξόδεψαν σε βεγγαλικά περίπου εξακόσιες κορόνες ανά νοικοκυριό. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα κατανα­ λωτών, ο αριθμός των Νορβηγών που πραγματοποίησαν το όνει­ ρό τους για λευκά Χριστούγεννα σε κάποια λευκή παραλία της Ταϊλάνδης είχε διπλασιαστεί μέσα στα τελευταία τρία χρόνια. Ωστόσο, και για να μείνουμε στη νοτιοανατολική Ασία, ο καιρός φαινόταν να έχει τρελαθεί παγκοσμίως: δυσοίωνα σημάδια που βαρδισμός του οργανισμού, έτσι κι η παραφροσύνη είναι ένα ζωτικής σημασίας καταφύγιο όπου πάντα μπορεί κανείς να επιστρέφει για να περιχαρακωθεί. Η γνώμη μου είναι ότι το να σκοτώνεις αποτελεί θεμελιώδη ικανότητα κάθε υγιούς ανθρώπου. Η ύπαρξή μας είναι μια μάχη για οφέλη, κι όποιος αδυνατεί να σκοτώσει τον πλησίον του δεν έχει το δικαίωμα στη ζωή. Εξάλλου, σκοτώνοντας κά- ποιον απλώς επιταχύνεις το αναπόφευκτο. Ο θάνατος δεν επι- τρέπει εξαιρέσεις κι αυτό είναι καλό, γιατί η ζωή είναι πόνος και βάσανα. Με αυτή την έννοια, κάθε φόνος είναι μια πράξη ελεημοσύνης. Απλώς δεν σου φαίνεται έτσι όταν ο ήλιος ζε- σταίνει το δέρμα σου και το νερό σού δροσίζει τα χείλη και νιώθεις αυτό το ηλίθιο πάθος για ζωή με κάθε χτύπο της καρ- διάς σου κι είσαι έτοιμος να δώσεις ό,τι έχεις και δεν έχεις για λίγα παραπάνω ψίχουλα χρόνου: την αξιοπρέπεια, το κύρος, τις αρχές σου. Τότε είναι, όμως, που πρέπει να ψάξεις βαθιά μέσα σου και να ξεχάσεις αυτό το εκτυφλωτικό φως που σε μπερδεύει. Να μπεις μέσα στο κρύο, διαφωτιστικό σκοτάδι. Να βρεις τον σκληρό πυρήνα. Την αλήθεια. Αυτό ακριβώς έπρεπε να βρω κι εγώ. Κι αυτό ακριβώς βρήκα. Αυτό που κάνει έναν άνθρωπο δολοφόνο. Κι όσο για τη ζωή μου... Αν πιστεύω κι εγώ σε αυτό τον γαλήνιο, ατάραχο ωκεανό του χρόνου; Καθόλου. Σε λίγο και- ρό θα βρίσκομαι κι εγώ στον σκουπιδότοπο του θανάτου, μα- ζί με όλους τους υπόλοιπους παίκτες του μικρού αυτού δρά- ματος. Αλλά σε οποιοδήποτε στάδιο αποσύνθεσης κι αν φτά- σει το σώμα μου, ακόμα κι αν μείνει μόνο ο σκελετός, θα υπάρχει στα χείλη μου ένα χαμόγελο. Γι’ αυτό ζω πια: για το δικαίωμά μου να υπάρχω και την ευκαιρία να εξαγνιστώ, να εξιλεωθώ για κάθε ατιμία. Μα αυτή εδώ είναι μόνο η αρχή. Τώρα θα σβήσω το φως της λάμπας και θα βγω ξανά στο φως της μέρας. Το λίγο φως που έχει απομείνει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=