Ζούσαμε πάντα σ' ένα κάστρο
S H I R L E Y J A C K S O N 10 «Εξαιρετικά». Φυσικά, ποτέ δεν είχαμε την ησυχία μας για πολύ όταν ήταν κι ο θείος Τζούλιαν μαζί μας, αλλά δεν θυμάμαι να ανοίξαμε ποτέ με την Κόνστανς τα βιβλία που είχα δανει στεί και που ακόμη στέκουν στο ράφι της κουζίνας. Ήταν ένα ωραίο απριλιάτικο πρωινό όταν βγήκα από τη βιβλιο θήκη· ο ήλιος έλαμπε και οι φρούδες ελπίδες μιας υπέρο χης άνοιξης ήταν παντού, πρόβαλλαν παράξενα μέσα απ’ την κάπνα και τη βρόμα του χωριού. Θυμάμαι να στέκομαι στα σκαλοπάτια της βιβλιοθήκης κρατώντας τα βιβλία μου, ατενίζοντας για μια στιγμή το αμυδρό πράσινο στα κλαδιά, με φόντο τον ουρανό, και να εύχομαι, όπως πά ντα, να μπορούσα να γυρίσω σπίτι διασχίζοντας τον ου ρανό αντί για το χωριό. Από τα σκαλοπάτια της βιβλιοθή κης μπορούσα να περάσω κατευθείαν απέναντι και να περπατήσω ως το παντοπωλείο, αλλά αυτό σήμαινε ότι θα περνούσα μπροστά από το κατάστημα γενικού εμπορίου και τους άντρες που κάθονταν απέξω. Σ’ αυτό το χωριό, οι άντρες έμεναν νέοι και έκαναν το κουτσομπολιό, ενώ οι γυναίκες γερνούσαν, ολοένα πιο σκυθρωπές και μοχθηρές από την κούραση, καθώς περίμεναν σιωπηλές τους άντρες να σηκωθούν και να γυρίσουν σπίτι. Μπορούσα, επίσης, να κατέβω τα σκαλιά της βιβλιοθήκης και να συνεχίσω σ’ αυτή την πλευρά του δρόμου μέχρι να φτάσω ακριβώς απέναντι από το παντοπωλείο, και τότε να διασχίσω τον δρόμο· το προτιμούσα, αν και έτσι θα αναγκαζόμουν να περάσω μπροστά από το ταχυδρομείο και το σπίτι των Ρό τσεστερ, με τους σωρούς τους σκουριασμένους ντενεκέδες
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=