Ζούσαμε πάντα σ' ένα κάστρο

Z O Y Σ Α Μ Ε Π Α Ν Τ Α Σ ‘ Ε Ν Α Κ Α Σ Τ Ρ Ο 9 μέσα, η Στέλλα θα με έβλεπε να περνάω και ίσως να νό­ μιζε ότι φοβόμουν, κι αυτή τη σκέψη δεν μπορούσα να την αντέξω. «Καλημέρα, Μέρι Κάθριν» έλεγε πάντα η Στέλλα και έσκυβε να σκουπίσει τον πάγκο με ένα νωπό πανί. «Πώς είσαι σήμερα;» «Πολύ καλά, ευχαριστώ». «Και η Κόνστανς Μπλάκγουντ, είναι καλά;» «Πολύ καλά, ευχαριστώ». «Κι εκείνος, πώς είναι;» «Το κατά δύναμιν. Έναν σκέτο καφέ, παρακαλώ». Αν ερχόταν κανείς άλλος και καθόταν στον πάγκο, άφη­ να τον καφέ μου χωρίς να φανώ βιαστική και έφευγα, χαιρετώντας τη Στέλλα με ένα νεύμα. «Να είσαι καλά» έλεγε πάντα μηχανικά καθώς έβγαινα έξω. Διάλεγα με προσοχή τα βιβλία από τη βιβλιοθήκη. Φυ­ σικά, είχαμε βιβλία και στο σπίτι μας· δύο τοίχοι στο γρα­ φείο του πατέρα μας ήταν γεμάτοι βιβλία, αλλά εμένα μου άρεσαν τα παραμύθια και τα ιστορικά βιβλία, ενώ στην Κόνστανς βιβλία σχετικά με φαγητό. Μολονότι ο θείος Τζούλιαν δεν έπιανε ποτέ βιβλίο στα χέρια του, του άρεσε να βλέπει την Κόνστανς να διαβάζει τα απογεύματα όσο εκείνος ασχολιόταν με τα χαρτιά του και, πού και πού, γύριζε, την κοίταζε και έγνεφε. «Τι διαβάζεις, καλή μου; Μα τι ωραίο θέαμα, μια κυρία με ένα βιβλίο». «Διαβάζω ένα που λέγεται Η τέχνη της μαγειρικής, θείε Τζούλιαν».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=