9 1 Αυτό που θυμόταν καλύτερα ήταν το άρωμά της. Αυτό που εκείνη φυλούσε στο μπάνιο. Το μικρό, αστραφτερό μπουκάλι με το γλυκερό, βαρύ άρωμα. Όταν αργότερα ενηλικιώθηκε, έψαξε σε ένα αρωματοπωλείο μέχρι που βρήκε ποιο ακριβώς ήταν το άρωμα. Μόνο που γέλασε λίγο όταν είδε το όνομα: Poison. Εκείνη συνήθως ψέκαζε λίγο από το άρωμα αυτό στους καρπούς της κι ύστερα τους έτριβε στον λαιμό της και στους αστραγάλους της όταν φορούσε φούστα. Πόσο ωραίο τού φαινόταν αυτό. Οι εύθραυστοι, λεπτοί καρποί της τρίβονταν με χάρη μεταξύ τους. Η ευωδιά απλωνόταν στον χώρο γύρω της κι εκείνος περίμενε πώς και πώς τη στιγμή που θα βρισκόταν πολύ κοντά του και θα έσκυβε να τον φιλήσει. Πάντα στο στόμα. Ένα φιλί τόσο απαλό που τον έκανε μονίμως ν’ αναρωτιέται αν ήταν πραγματικό ή αν το είχε απλώς ονειρευτεί. «Φρόντισε την αδελφή σου» του έλεγε πάντοτε όταν έφευγε, σαν να πετάει μάλλον παρά σαν να περπατάει, βγαίνοντας από την πόρτα. Αργότερα δεν μπορούσε ποτέ του να θυμηθεί αν απαντούσε με λόγια ή αν απλώς έγνεφε καταφατικά.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=