Ζώνη Σιωπής
28 T A N A F R E N C H πουθενά. Καμιά ντουζίνα αραιά σπίτια γεμάτα οικογένειες ονόματι Γουίλαν ή Λιντς που βρίσκονταν εκεί από καταβολής κόσμου, ένα παντοπωλείο που ονομαζόταν «Του Λιντς» και μια παμπ με το όνομα «Του Γουίλαν», μια χούφτα θέσεις για τροχόσπιτα που απείχαν μόλις ένα γρήγορο τρεχαλητό με γυ μνά πόδια στους γλιστερούς αμμόλοφους και ανάμεσα από τις συστάδες των αμμόφιλων μέχρι την παραλία που είχε το χρώ μα της κρέμας. Πηγαίναμε εκεί κάθε Ιούνιο, σ’ ένα σκουρια σμένο τετράκλινο που ο μπαμπάς μου έκλεινε έναν χρόνο πριν. Η Τζέρι κι εγώ παίρναμε τις επάνω κουκέτες, η Ντίνα έμενε αναγκαστικά κάτω, απέναντι από τους γονείς μου. Η Τζέρι διάλεγε πρώτη επειδή ήταν η μεγαλύτερη, όμως πάντα ήθελε την πλευρά που έβλεπε στη στεριά, ώστε να χαζεύει τα πόνι στο λιβάδι πίσω μας. Αυτό σήμαινε ότι κάθε μέρα άνοιγα τα μάτια μου κι αντίκριζα τη λευκή γραμμή της αφρισμένης θά λασσας και μακρυπόδαρα πουλιά που έτρεχαν πάνω στην άμμο, λάμποντας στο φως της αυγής. Οι τρεις μας ξυπνούσαμε με το που χάραζε και βγαίναμε έξω μ’ ένα κομμάτι ψωμί πασπαλισμένο με ζάχαρη σε κάθε χέρι. Παίζαμε όλη μέρα τους πειρατές με τα παιδιά από τ’ άλλα τροχόσπιτα, αποκτούσαμε φακίδες και το δέρμα μας ξεφλούδιζε από το αλάτι, τον άνεμο και τις σπάνιες ώρες λια κάδας. Για το τσάι η μητέρα μου τηγάνιζε αυγά και λουκάνικα στο γκαζάκι και μετά ο πατέρας μου μας έστελνε στου Λιντς για παγωτά. Επιστρέφοντας βρίσκαμε τη μαμά να κάθεται στα πόδια του κουρνιάζοντας το κεφάλι της στον λαιμό του και χαμογελώντας ονειροπόλα προς το νερό. Εκείνος τύλιγε τα μαλλιά της με το ελεύθερο χέρι του, ώστε να μην τα ρίχνει ο αέρας μέσα στο παγωτό της. Περίμενα ολόκληρη τη χρονιά να τους δω έτσι. Μόλις βγήκαμε με την Μπέμπα από τον αυτοκινητόδρομο, άρχισα να θυμάμαι τη διαδρομή, όπως ήξερα ότι θα γινόταν
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=