Ζώνη Σιωπής
19 Ζ Ω Ν Η Σ Ι Ω Π Η Σ την τσέπη μου τη γραβάτα και του την έδωσα. Ήμασταν τυχε ροί: φορούσε πουκάμισο, κι ας ήταν ένα λευκό φτηνόπραμα τόσο λεπτό, που θα διέκρινα τις τρίχες στο στήθος του αν είχε, κι ένα γκρίζο παντελόνι που θα ήταν σχεδόν εντάξει αν δεν χωρούσε δύο σαν αυτόν μέσα. «Φόρεσέ τη». Την κοίταξε σαν να μην είχε ξαναδεί ποτέ του γραβάτα. «Σοβαρά τώρα;» «Σοβαρά». Για μια στιγμή νόμισα ότι θα έπρεπε να κάνω στην άκρη για να του τη δέσω –η τελευταία φορά που είχε φορέσει γρα βάτα μάλλον θα ήταν στην πρώτη του Θεία Κοινωνία–, όμως τελικά τα κατάφερε, στο περίπου. Κατέβασε το καθρεφτάκι του αλεξήλιου και κοιτάχτηκε. «Στην πένα, ε;» «Κάπως καλύτερα» είπα. Ο Ο’Κέλι είχε δίκιο. Δεν έκανε και καμιά σπουδαία διαφορά η γραβάτα. Ήταν όμορφη, από βυσσινί μετάξι, με μια ψιλή ρίγα στην πλέξη της, όμως κάποιοι μπορούν να φορέσουν τα καλά πράγματα και άλλοι απλώς δεν μπορούν. Ο Ρίτσι είναι ένα εβδομήντα πέντε στην καλύτερή του μέρα, όλο αγκώνες και γόνατα, με κοκαλιάρικα πόδια και στενούς ώμους –μοιάζει δεκατεσσάρων, αν και ο φάκελός του λέει ότι είναι τριάντα ενός–, και πες με προκατειλημμένο αλλά χρειάστηκε μόλις μία ματιά για να καταλάβω ακριβώς το είδος της γειτονιάς από το οποίο προέρχεται. Είναι όλα εκεί: τα πολύ κοντά άχρωμα μαλλιά, τα σουβλερά χαρακτηριστικά, το νευρικό, σαν να έχει ελατήρια στα πόδια, βήμα, λες και με το ένα μάτι του γυρεύει μπελάδες και με το άλλο τσεκάρει για οτιδήποτε ξεκλείδωτο. Πάνω του η γραβάτα έδειχνε κλεμμένη. Την έτριψε διερευνητικά με το ένα δάχτυλο. «Ωραία είναι. Θα σ’ την επιστρέψω». «Κράτησέ τη. Και πάρε και μερικές δικές σου στην πρώτη ευκαιρία».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=