Ο χρυσός γιός

[ 12 ] με κοιτάζουν αφ’ υψηλού, είμαι το νέο του τρόπαιο. «Γιατί μου ανήκεις, Ντάροου, κι εγώ προστατεύω ό,τι είναι δικό μου». Κι εγώ το ίδιο. Επί εφτακόσια χρόνια ο λαός μου είναι υπόδουλος χωρίς φωνή, χωρίς ελπίδα. Τώρα είμαι το ξίφος τους. Και δε συγχωρώ. Δεν ξεχνώ. Ας με οδηγήσει λοιπόν στο σκάφος του. Ας νομίζει πως του ανήκω. Ας με καλωσορίσει στο σπίτι του, έτσι ώστε να μπορέσω να το κάψω. Μετά όμως η κόρη του με πιάνει από το χέρι και νιώθω όλα τα ψέματα να πέφτουν βαριά πάνω στους ώμους μου. Λένε πως ένα βασίλειο διαιρεμένο ενάντια στον εαυτό του δεν μπορεί να σταθεί όρθιο. Δεν είπαν τίποτα για την καρδιά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=