Ο χρυσός γιός

[ 11 ] Μ ια φορά κι έναν καιρό, ένας άνθρωπος ήρθε από τον ουρανό και σκότωσε τη γυναίκα μου. Πλάι του τώρα, περπατάω σ’ ένα βουνό που αιωρείται πάνω από τον κόσμο μας. Πέφτει χιόνι. Επάλξεις από λευκή πέτρα και λαμπερό γυαλί χάσκουν πάνω από τον βράχο. Γύρω μας στροβιλίζεται ένα χάος απληστίας. Όλοι οι μεγάλοι Χρυσοί του Άρη κατεβαίνουν στο Ινστιτούτο για να διεκδικήσουν τους καλύτερους και ευφυέστερους του έτους μας. Σμήνη από τα αστρόπλοιά τους σχίζουν τον πρωινό ουρανό, πετώντας πά- νω από έναν κόσμο χιονιού και μισοκαμένων κάστρων προς τον Όλυμπο, που μόλις πριν από λίγες ώρες εκπόρθησα. «Ρίξε μια τελευταία ματιά» μου λέει, καθώς πλησιάζουμε στο σκάφος του. «Όλα όσα προηγήθηκαν δεν ήταν παρά ένας ψίθυρος του κόσμου μας. Όταν φύγεις από αυτό το βουνό, όλοι οι δεσμοί σπάνε, όλοι οι όρκοι γίνονται σκόνη. Δεν είσαι προε­ τοιμασμένος. Κανείς ποτέ δεν είναι». Μέσα στο πλήθος, βλέπω τον Κάσσιο με τον πατέρα και τ’ αδέρφια του να προχωρούν προς το σκάφος τους. Τα μάτια τους μας κοιτούν πετώντας φωτιές πάνω από το χιόνι και θυμάμαι τον ήχο της καρδιάς του αδερφού του στους τελευταίους της χτύπους. Ένα τραχύ χέρι με κοκαλιάρικα δάχτυλα πιάνει διεκ- δικητικά τον ώμο μου, σφίγγοντάς τον ζηλότυπα. Ο Αύγουστος καρφώνει τα μάτια του στους εχθρούς του. «Οι Μπελόνα ούτε συγχωρούν ούτε ξεχνούν. Είναι πολλοί. Αλλά δεν μπορούν να σου κάνουν κακό». Τα ψυχρά του μάτια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=