Τα χρόνια της αθωότητας

[ 15 ] καθένας ήταν σαφώς κατώτερος. Ωστόσοσυγκεντρωµένοι αντιπρο- σώπευαν τη «Νέα Υόρκη», και η αντρική αλληλεγγύη τον έκανε να δέχεται τις αρχές τους σε όσα θέµατα θεωρούνταν ηθικής τάξεως. Από ένστικτο αισθανόταν ότι σε τούτο το θέµα θα ήταν πρόβληµα –και επίσης µάλλον κακόγουστο– να φανεί διαφορετικός. «Ω, µα την πίστη µου!» αναφώνησε ο Λόρενς Λέφερτς στρέφο- ντας τα κιάλια του απότοµα από τη σκηνή. Ο Λόρενς Λέφερτς ήταν σε γενικές γραµµές η κατεξοχήν αυθεντίασχετικάµε τα «καθωσπρέ- πει» της Νέας Υόρκης. Είχε αφιερώσει ίσως περισσότερο χρόνο απ’ οποιονδήποτε άλλο στη µελέτη αυτού του περίπλοκου και συναρ- παστικού ζητήµατος. Αλλά η µελέτη και µόνο δεν έφτανε να εξηγή- σει την πλήρη και άνετη επάρκειά του. Δεν είχες παρά να τον κοιτά- ξεις –από την καµπύλη του φαλακρού µετώπου του και το γυριστό ωραίο ξανθό µουστάκι ως το άλλο άκρο της λυγερής κοµψής εµφά- νισής του, τα µακριά πόδια του µε τα λουστρίνια– για να νιώσεις ότι η γνώση τού «καθωσπρέπει» είναι σίγουρα έµφυτη σε κάποιον που ήξερε ναφοράει ανέµελα τόσο καλάρούχα και ναπεριφέρει τούψος του µε τόση σαλονάτη χάρη. Όπως είχε πει κάποτε γι’ αυτόν ένας νεαρός θαυµαστής: «Αν υπάρχει κάποιος που να ξέρει να σου πει πότε ναφορέσεις σµόκιν και πότε όχι, αυτός είναι οΛόρενςΛέφερτς». Και στο θέµα σκαρπίνια ή λουστρίνια «Όξφορντς» η αυθεντία του δεν είχε αµφισβητηθεί. «Θεέ µου!» είπε. Και σιωπηλά έδωσε τα κιάλια του στον γηραιό Σίλερτον Τζάκσον. Ακολουθώντας το βλέµµα του Λέφερτς ο ΝιούλαντΆρτσερ είδε µε κατάπληξη πως το επιφώνηµά του οφειλόταν στην είσοδο ενός καινούργιου προσώπου στο θεωρείο της γηραιάς κυρίας Μίνγκοτ. Ήταν µια λυγερή νεαρή γυναίκα, λίγοψηλότερηαπό τηΜέι Ουέλαντ,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=