Χωρίς πρόσωπο

14 KATEΡΙΝΑ ΜΑΛΑΚΑΤΕ «Θα την παρατήσεις! Δεν το λέω μόνο εγώ, δεν το λέει μόνο ο παπάς, το λέει και ο γιατρός. Τελείωσε, τελεία και παύλα! Αν θέλεις να συνεχίσεις να ζεις σ’ αυτό το σπίτι και να μην πληρώνεις τίποτα, θα ακολουθείς τους κανόνες του» είπε εκείνη. «Γιατί, ρε μάνα, δεν δουλεύω; Σαν σκυλί δεν σας δου­ λεύω; Δεν πληρώνω το νοίκι και το φαΐ μου;» Την κοιτούσε τώρα με μισόκλειστα μάτια. Προσπαθούσε να μετρήσει την οργή της. Ο πατέρας του φαινόταν χαμένος, δεν ήξερε ποιανού το μέρος να πάρει. «Δίκιο έχει το παιδί, Καλλιόπη μου» παρενέβη τελικά. Στον χρόνο που του άφησε, ο Διονύσης κινήθηκε γρήγο­ ρα ως την άκρη του δωματίου και βούτηξε την καραμπίνα. Την έβαλε κάτω από το σαγόνι. «Δεν αντέχω άλλο πια, παρατήστε με! Θα φύγω κι εγώ, το καταλαβαίνετε; Θα φύγω όπως ο αδελφός μου ο Στάθης, που τον ταΐζετε και δεν λέτε κουβέντα, και μόνο εμένα πρήζετε, που σας δουλεύω και δεν μου δίνετε δεκάρα τσα­ κιστή, παρά μόνο χαρτζιλίκι. Και δεν κοστίζω τίποτα, τί­ ποτα! Δεν κοστίζω τίποτα σε κανέναν σας και γι’ αυτό με έχετε για τον μικρό του μαγαζιού, λες κι είμαι σκλάβος σας, κι ο άλλος αράζει στην Αθήνα με τα λεφτά που δου­ λεύω εγώ» μάνιασε. «Άσ’ το αυτό το πράγμα κάτω, γιε μου. Μπορεί να είναι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=