Χωρίς τη μητέρα μου
[ 14 ] να έρθετε όλοι οικογενειακώς να µε επισκεφθείτε και να µε αφήσετε να µαγειρέψω για σας. Κι ύστερα πρόσθετε, λες και ήθελε να προστετεύσει τις ανίδεες, αγαθιάρες κόρες της για να µην τις πιάσουν κορόιδο: Γιατί να δώσει κανείς τόσα λεφτά για φαγητό, τη στιγµή µάλιστα που εγώ, µε πολύ λι- γότερα, µπορώ να ετοιµάσω ένα καλύτερο γεύµα; * * * Το σπίτι της µαµάς είχε τρεις εισόδους. Την µπροστινή, την πλαϊνή και την είσοδο του γκαράζ. Εγώ χρησιµοποιούσα συνήθως την πλαϊνή πόρτα, που έβγαζε κατευθείαν στην κουζίνα. Την πόρτα όπου η µαµά είχε κρεµασµένα καµπανάκια που κου- δούνιζαν χαρούµενα όταν την άνοιγες, σαν πόρτα µαγαζιού. «Ωωωω, Νίκι! Τι έκανες στα µαλλιά σου!» Ήταν το πρώτο πράγµα που µου είπε η µαµά, πριν καλά καλά περάσω την πόρτα και µπω στην κουζίνα της. Πριν µε αγκαλιάσει ακόµη, πισωπάτησε έχοντας µια έκφραση απορίας στο πρόσωπό της. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τόνο της φωνής της καθώς υψώθηκε στη λέξη µαλλιά, σαν κραυγή πουλιού λαβωµένου µεσούρανα. Η µαµά είχε ένα στρογγυλό, παιδικό πρόσωπο που καθρέφτιζε και το παραµικρό της συναίσθηµα. Η επιδερµίδα της κοκκίνιζε σαν να την είχε χτυπήσει ο άνεµος κι είχε µεγάλα πρασινοµελιά µάτια. Μετά το θάνατο του µπαµπά µεταµορφώθηκε σε µια µικρόσωµη, νευρική γυναίκα-κολιµπρί. Τόσο την είχε ξαφνιάσει η εµφάνισή µου που θα ορκιζόµουν ότι την άκουσα να λέει: Τι έκανες στα µαλλιά µου; «Μα αφού σ’ το είχα πει ότι θα τα έκοβα» είπα µε ύφος αθώο.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=