Χωρίς τη μητέρα μου

[ 17 ] Τα ξανθά µαλλιά της που γκριζάρανε είχαν ένα ωραίο, σεµνό κό- ψιµο, το δέρµα της ήταν φρεσκαρισµένο, σαν να το είχε αλείψει µε κάποια αναζωογονητική κρέµα που µετά την ξέβγαλε τρίβοντας µε µανία. Ο µπαµπάς την πείραζε ότι ήταν πολύ λουσάτη όταν τη γνώ- ρισε και έτσι εκείνη πάντα φρόντιζε να µην βάφεται εµφανώς – κα- λά καλά ούτε κραγιόν δεν έβαζε. Εµένα πάντως, στις παλιές φωτο- γραφίες του ’ 6 0, µόνο λουσάτη δεν µου φαινόταν. Ήταν απλώς µια «γλυκούλα, χαριτωµένη κοπελίτσα», µια µαζορέτα µε κουκλίστικα χαρακτηριστικά και το οδυνηρά ελπιδοφόρο χαµόγελο χιλιάδων – εκατοµµυρίων ίσως– άλλων κοριτσιών στο οποίο οποιοσδήποτε µη Αµερικανός αναγνώριζε την αµερικανίδα µεσοαστή . «Νίκι! Ω, Θεέ µου! Τι πήγες κι έκανες !» Τα µάτια της αδελφής µου καρφώθηκαν αποδοκιµαστικά πάνω µου. Ηφωνή της έτρεµε, όπως τότε που ήµασταν παιδιά και η ξερο- κέφαλη µικρή αδελφή της παρατραβούσε το σκοινί. Πέρασα το χέρι µου µέσα απ’ τα κοντοκουρεµένα και σκληρά σαν ακίδες από τον αφρό µαλλιά µου και γέλασα. Η Κλερ δεν µπο- ρούσε να µε κάνει πλέον ό,τι ήθελε, ήµασταν ενήλικες τώρα. «Ζη- λεύεις! Και συ θα ’θελες να βάψεις µοβ τα µαλλιά σου, αλλά δεν σ’το επιτρέπει η οικογένειά σου». «Ευτυχώς!» Για την ακρίβεια ο Ροµπ, ο σύζυγος της Κλερ (που τώρα ήταν στο σαλόνι µαζί µε τους άλλους καλεσµένους της µαµάς), δεν θα είχε καµία αντίρρηση να τη δει να χαλαρώνει λιγάκι. Τα παιδιά της όµως θα τροµοκρατούνταν. Η Κλερ ήταν µια ψωµωµένη γυναίκα τριάντα πέντε χρονών που έδειχνε ακριβώς την ηλικία της. Ίσως όταν ήταν µικρή να είχε κά- ποια τρέλα, αλλά ύστερα από τόσο καιρό τι σηµασία είχε; Ήταν µη-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=