Χωρίς τη μητέρα μου

[ 16 ] «∆εν πειράζει, Νίκι! Και φαλακρή, κούκλα θα ήσουν!» είπε και σηκώθηκε στις µύτες των ποδιών της για να µε φιλήσει. Λίγο περισ- σότερο απ’ό,τι συνήθως, για να µου δείξει πως, αν και την ταλαιπω- ρούσα, εκείνη µε αγαπούσε ακόµα περισσότερο. Κάθε φορά που η µαµά µε έσφιγγε στη θερµή αγκαλιά της µου φαινόταν όλο και πιο µικροκαµωµένη, όλο και πιο κοντούλα. Μετά το θάνατο του µπαµπά, το νοικοκυρεµένο της κορµάκι, µε τη λα- στιχένια θαρρείς ανθεκτικότητα, έχανε το καθαρό του περίγραµµα. Τα χέρια µου ψηλάφισαν παχάκια στη µέση και πίσω στην πλάτη της, παρατήρησα την κοκκινισµένη σάρκα των µπράτσων και του σαγονιού της. Από τότε που πάτησε τα πενήντα η µαµά είχε σχεδόν εγκαταλείψει τις ψηλοτάκουνες γόβες και φορούσε παπούτσια µε κρεπ σόλες και στρογγυλή µύτη, τόσο χαµηλά και µικρά που έµοια- ζαν παιδικά. Για ένα µικρό διάστηµα είχαµε το ίδιο ύψος (ένα και εξήντα, όταν ήµουν δώδεκα χρονών), τώρα πια όµως η µαµά ήταν πολύ κοντύτερη από µένα. Ξαφνικά φοβήθηκα, πανικοβλήθηκα. Λάθος κάνεις, είπα στον εαυτό µου. «Μαµά, είσαι µια χαρά» είπα µε τη γιορτινή µου φωνή. «Χρόνια πολλά για την Ηµέρα της Μητέρας». «Είναι µια χαζή γιορτή, το ξέρω» αποκρίθηκε εκείνη αµήχανα. «Αλλά αντί να µε βγάλετε έξω, όπως θέλατε εσύ και η Κλερ, ας συµβιβαστούµε µ’ αυτό. Χρόνια πολλά και σ’ εσένα ». Για την περίσταση η µαµά είχε φορέσει ένα παπαγαλί βελούδι- νο µπλουζάκι και ασορτί παντελόνι που είχε ράψει µόνη της, ροζ σκουλαρίκια από κοχύλι, φτιαγµένα από τα χέρια της στο µάθηµα χειροτεχνίας που έκανε στο εµπορικό κέντρο, και ένα κολιέ από γυάλινες χάντρες αγορασµένο από ένα µαγαζί µε µεταχειρισµένα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=