Ο χιονάνθρωπος

[ 16 ] με μάτια και στόμα φτιαγμένα από μαύρα χαλίκια, μάλλον από το δρομάκι του κήπου. Και χέρια φτιαγμένα από γυμνά κλαδιά μηλιάς. «Ουφ!» ανάσανε ελεύθερα. «Είναι μόνο ένας χιονάνθρωπος». Ύστερα το γέλιο της έγινε κλάμα. Έκλαψε απαρηγόρητα μέχρι που ένιωσε τα χέρια του να την αγκαλιάζουν. «Πρέπει να φύγω» είπε ανάμεσα στα αναφιλητά. «Μείνε λίγο ακόμα». Η Σάρα έμεινε λίγο ακόμα. Πλησιάζοντας στογκαράζ είδεότι είχανπεράσει σχεδόνσαράντα λεπτά. Της είχε υποσχεθεί ότι θα της τηλεφωνούσε πού και πού. Πάντα ήταν καλός στα ψέματα και η Σάρα πρώτη φορά χαιρόταν γι’ αυτό. Πριν ακόμη φτάσει στο αυτοκίνητο είδε το χλωμό πρόσωπο του γιου της να την κοιτάζει ακίνητο από το πίσω κάθισμα. Τράβηξε να ανοίξει την πόρτα του οδηγού και απόρησε όταν τη βρήκε κλειδω- μένη. Έσκυψε και προσπάθησε να διακρίνει τον γιο της πίσωαπό το τζάμι, που ήταν θολό από υδρατμούς. Της άνοιξε μόνο αφού του χτύπησε δυνατά το παράθυρο. Η Σάρα κάθισε στο τιμόνι. Το ραδιόφωνο ήταν βουβό και μέσα στο αυτοκίνητο έκανε παγωνιά. Το κλειδί ήταν πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού. Στράφηκε προς το πίσω κάθισμα. Ο γιος της ήταν κατάχλωμος και το κάτω χείλος του έτρεμε. «Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε. «Ναι» είπε το παιδί. «Τον είδα». Ηφωνή του είχε μιαψιλή, στριγκή νότα τρόμου, που η Σάρα δεν θυμόταν να την είχε ξανακούσει από τότε που ήταν μικρό αγόρι και, στριμωγμένο ανάμεσά τους στον καναπέ, μπροστά στην τηλεόρα- ση, σκέπαζε τα μάτια του να μη βλέπει. Τώρα η φωνή του άλλαζε,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=