Ο χιονάνθρωπος

[ 15 ] ξαναφορούσε τα ρούχα του και θα έφευγε για ένα άλλο μέρος της χώρας, όπου έλεγε ότι του είχαν προτείνει μια δουλειά και δεν μπο- ρούσε να πει όχι. Μπορούσε όμως να λέει όχι σ’ αυτό. Σ’ αυτό! Και πάλι να μουγκρίζει από ηδονή. Έκλεισε τα μάτια της. Παρ’ όλα αυτά, η κραυγή του οργασμού του δεν ήρθε. Τον ένιωσε να σταματάει. Η Σάρα άνοιξε τα μάτια της. «Τι είναι;» τον ρώτησε. Τα χαρακτηριστικά του ήταν παραμορφωμένα, αλλά όχι από ηδονή. «Ένα πρόσωπο» της ψιθύρισε. Η Σάρα τρόμαξε. «Πού;» «Στο παράθυρο». Το παράθυρο ήταν στο κεφαλάρι του κρεβατιού, πάνω από το κεφάλι της. Ανασηκώθηκε στρίβοντας το σώμα της και τον ένιωσε να γλιστράει από μέσα της, πεσμένος ήδη. Το παράθυρο ήτανψηλά, δεν έφτανε να κοιτάξει έξω έτσι όπως ήταν μισοξαπλωμένη. Ήταν επίσης πολύ ψηλά για να μπορεί κάποιος που στεκόταν απέξω να κοιτάξει μέσα. Επειδή το φως της μέρας είχε αρχίσει ήδη να λιγο- στεύει, τομόνοπου έβλεπε ήταν ηδιπλήαντανάκλαση του γλόμπου από το ταβάνι πάνω στο τζάμι. «Τον εαυτό σου θα είδες» είπε σχεδόν ικετευτικά. «Έτσι νόμισα κι εγώ στην αρχή» της απάντησε με το βλέμμα του καρφωμένο πάντα στο παράθυρο. Η Σάρα σηκώθηκε στα γόνατα κι ύστερα στάθηκε στο παράθυ- ρο και κοίταξε στον κήπο. Ναι, υπήρχε πράγματι ένα πρόσωπο εκεί. Γέλασε δυνατά, με ανακούφιση. Το πρόσωπο ήταν κάτασπρο,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=