Ο χιονάνθρωπος

[ 14 ] Του χαμογέλασε, χούφτωσε τα πυκνά μαύρα μαλλιά του και τράβη- ξε το πρόσωπό του προς το δικό της. «Φύγε, λοιπόν» του σφύριξε. «Αλλά πρώτα θα με πηδήξεις. Κα- τάλαβες;» Ένιωσε την ανάσα του πάνω στο πρόσωπό της σαν βαρύ αγκο- μαχητό. Τον χαστούκισε πάλι με το ελεύθερο χέρι της και ένιωσε τη στύση του να φουσκώνει μέσα στη χούφτα της. Την κάρφωνε, όλο και πιο άγρια κάθε φορά, αλλά εκείνη ήταν μου- διασμένη. Είχε τελειώσει, η μαγεία είχε χαθεί, η ένταση είχε εκτονω- θεί και ό,τι απέμενε ήταν μόνο απελπισία. Τον έχανε. Ήταν εκεί, στο κρεβάτι του, κι όμως τον είχε κιόλας χάσει. Ύστερα από τόσα χρόνια λαχτάρας, ύστερα από τόσα δάκρυα που είχε χύσει, ύστερα από τόσα και τόσα που την είχε βάλει να κάνει. Χωρίς να της δώσει τίπο- τε σε αντάλλαγμα. Εκτός από εκείνο το ένα. Όρθιος σταπόδια τουκρεβατιού την έπαιρνεμε ταμάτιακλειστά. Η Σάρα κοίταξε το στήθος του. Της είχε φανεί πολύ παράξενο στην αρχή, αλλά σύντομα είχε αρχίσει να της αρέσει η εικόνα του αδιά- σπαστου λευκού δέρματος πάνω στους θωρακικούς του. Της θύμι- ζε τα αρχαία αγάλματα, όπου οι γλύπτες παρέλειπαν τις θηλές για χάρη της ευπρέπειας. Τα βογκητά του ολοένα και δυνάμωναν. Ήξερε ότι σε λίγο θα άφηνε ένα άγριο μουγκρητό. Το λάτρευε εκείνο το μουγκρητό. Κι εκείνη την έκπληκτη, εκστατική, σχεδόν πονεμένη έκφρασή του κάθε φορά, σάμπως ο οργασμός να είχε ξεπεράσει πάλι τις πιο τρε- λές προσδοκίες του. Τώρα περίμενε να το ακούσει για τελευταία φορά, μια αποχαιρετιστήρια κραυγή σ’ εκείνη την παγερή μικρή κρεβατοκάμαρα, γυμνή πια από κάδρα, χαλιά, κουρτίνες. Έπειτα θα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=