Ο χιονάνθρωπος

[ 13 ] ραχοκοκαλιά της και χώθηκε μέσα στη ζώνη της φούστας της και κάτω από το καλσόν. Ήταν σαν δύο εξασκημένοι χορευτές που ο καθένας ήξερε την κάθε κίνηση, το κάθε βήμα, την κάθε ανάσα και τον ρυθμό του παρτενέρ του. Πρώτα η λευκή ερωτική χορογραφία. Η καλή. Μετά η μαύρη. Ο πόνος. Με το άλλο χέρι του χάιδευε το παλτό της αναζητώντας τη ρώγα του στήθους της κάτω από το χοντρό ύφασμα. Μια ζωή είχε κόλλη- μα με τις ρώγες της · όλο σ’ αυτές επέστρεφε. Ίσως επειδή εκείνος δεν είχε. «Πάρκαρες μπροστά από το γκαράζ;» τη ρώτησε με μια δυνατή στριφτή τσιμπιά. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ο πόνος, σαν βέλος ηδονής, διαπέρασε το μυαλό της, ενώ το φύλο της άνοιξε έτοιμο να υποδε- χτεί το χέρι του που κατέβαινε προς τα εκεί. «Ο γιος μου περιμένει στο αυτοκίνητο». Το χέρι σταμάτησε απότομα. «Δεν ξέρει τίποτε» του είπε με ένα βραχνό βογκητό, έχοντας νιώσει τον δισταγμό του. «Και ο άντρας σου; Πού είναι τώρα;» «Εσύ πού νομίζεις; Στη δουλειά του, φυσικά». Αυτή τηφορά ακούστηκε εκείνη εκνευρισμένη. Επειδή είχε ανα- φέρει τον άντρα της και της ήταν δύσκολο να πει οτιδήποτε για τον άντρα της χωρίς να εκνευριστεί, αλλά και επειδή τον ήθελε σαν τρε- λή, εδώ και τώρα. Η Σάρα Κβίνεσλαντ κατέβασε το φερμουάρ του παρτενέρ της. «Μη…» είπε εκείνος και γράπωσε το χέρι της από τον καρπό. Η Σάρα τον χαστούκισε δυνατά με το άλλο χέρι. Την κοίταξε έκπληκτος ενώ ένα βαθύ κοκκίνισμα απλωνόταν στο μάγουλό του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=