Ο χιονάνθρωπος

[ 12 ] λιά της στον καθρέφτη. «Δέκα λεπτά, αγάπη μου. Αφήνω το κλειδί στη μηχανή για να ακούς ραδιόφωνο». Βγήκε χωρίς να περιμένει απάντηση και, με τα παπούτσια της να γλιστράνε διαβολεμένα, έφτασε παραπατώντας ως την πόρτα που είχε περάσει τόσες και τόσες φορές, αλλά ποτέ έτσι, μέρα μεσημέρι, εκτεθειμένη στα αδιάκριτα βλέμματα των γειτόνων. Όχι πως οι νυ- χτερινές επισκέψεις της ήταν πιο αθώες, αλλά για κάποιον λόγο τέτοιου είδους πράγματα φαινόταν πιο σωστό να τα κάνει κανείς αφότου είχε πέσει το σκοτάδι. Άκουσε το κουδούνι να βουίζει στο εσωτερικό του σπιτιού, σαν σφήκα κλεισμένη σε γυάλινο βάζο. Νιώθοντας την απελπισία της να φουντώνει έριξε μια ματιά στα παράθυρα των γειτονικών σπιτιών. Δεν της φανέρωσαν τίποτε, απλώς καθρέφτιζαν στα τζάμια τους γυμνές, μαύρες μηλιές, γκρίζο ουρανό και κάτασπρη γη. Ύστερα, επιτέλους, άκουσε βήματα πίσωαπό την πόρτα και άφησε έναν στε- ναγμό ανακούφισης. Την επόμενη στιγμή βρισκόταν μέσα στο σπί- τι και στην αγκαλιά του. «Μη φύγεις, αγάπη μου» είπε και ένας λυγμός έπνιξε τη φωνή της. «Πρέπει» ήταν η απάντησή του, σαν μονότονο ρεφρέν που είχε κουραστεί να το επαναλαμβάνει από καιρό. Τα χέρια του όμως αναζητούσαν γνώριμα μονοπάτια που δεν είχαν κουραστεί ποτέ να τα ακολουθούν. «Όχι, δεν πρέπει» του ψιθύρισε στ’ αυτί. «Εσύ το θέλεις. Επειδή δεν τολμάς πια». «Δεν έχει σχέση μ’ εσένα και μ’ εμένα». Διέκρινε τον εκνευρισμό που χρωμάτισε τη φωνή του την ίδια στιγμή που το χέρι του, το γλυκό, δυνατό χέρι του, γλίστρησε στη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=