Ο χιονάνθρωπος

[ 11 ] 1 Τ ε τάρ τη , 5 Ν οεμβ ρ ί ου 1980 Ο χιονάνθρωπος Τ η μέρα εκείνη έπεσε το πρώτο χιόνι. Στις έντεκα το πρωί μεγάλες νιφάδες άρχισαν να κατεβαίνουν από έναν άχρωμο ουρανό και να κατακλύζουν τα χωράφια, τους κήπους και τις πελούζες του Ρο- μερίκε σαν εισβολείς από το διάστημα. Στις δύο το μεσημέρι τα εκχιονιστικά είχαν βγει στους δρόμους του Λίλεστρεμ και στις δύο και μισή, όταν η Σάρα Κβίνεσλαντ ξεμύτισε αργά και προσεκτικά με τοToyota Corolla της ανάμεσα από τις μονοκατοικίες της λεωφόρου Κολό, το χιόνι τουΝοέμβρη είχε σκεπάσει σαν πουπουλένιο πάπλω- μα το κυματιστό τοπίο της υπαίθρου. Τα σπίτια τής φαίνονταν πολύ διαφορετικά με τοφως της μέρας. Τόσο διαφορετικά, που παραλίγο να προσπεράσει τη στροφή προς το δρομάκι του σπιτιού. Το αυτοκίνητο πατινάρισε όταν πάτησε απότομα φρένο και από το πίσω κάθισμα ακούστηκε ένα βογκητό. Στον εσωτερικό καθρέφτη είδε τοθυμωμένοπρόσωπο του γιου της. «Δεν θα αργήσουμε, αγάπη μου» του είπε. Έναμεγάλομπάλωμαμαύρηςασφάλτουμπροστάαπότογκαράζ, μέσα σ’ εκείνο το κατάλευκο τοπίο, δήλωνε ότι το φορτηγό της με- τακόμισης είχε έρθει ήδη και είχε φύγει. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό της. Έλπιζε μόνο να μην ήταν πολύ αργά. «Ποιος μένει εδώ;» ρώτησε ο γιος της από το πίσω κάθισμα. «Ένας γνωστός μου» είπε η Σάρα στρώνοντας μηχανικά τα μαλ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=