Χέρια μικρά
Χ Ε Ρ Ι Α Μ Ι Κ Ρ Α 17 Εκείνη είπε: «Νερό». Είπε «νερό» όπως σκέφτεται κανείς το νερό όταν ανακαλύπτει ότι το ανθρώπινο σώμα αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από αυτή την ουσία, ένα νερό αφηρημένο, μεταμορφωμένο σε στερεό σώμα. «Μικρή μου. Είσαι καλά; Μπορείς να με ακού σεις;» Η μεγαλόσωμη γυναίκα με τα βαμμένα μαλλιά έσκυβε τώρα λίγο περισσότερο, με το μπουκάλι στο χέρι. Η Μαρίνα μπορούσε να δει καθεμιά από τις μαύρες ρίζες εκείνων των μαλλιών, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί μέσα της· ούτε το νερό που της έδιναν να πιει ούτε η μεταλλική γεύση του αίματος στα ούλα ούτε οι ρίζες των μαλλιών της εύσωμης γυναίκας, είχε την αίσθηση πως μέσα της όλα ήταν λάσπη, όλα είχαν γίνει μαλακά, δίχως σχήμα, γλι στερά. «Στο χέρι της έχει χτυπήσει, το κεφάλι της φαί νεται να είναι εντάξει». Η συζήτηση έφτανε τώρα στ’ αυτιά της υπόκω φα. Ένιωσε ένα χέρι που της πασπάτευε τον αυχένα και κατέβαινε αργά προς την πλάτη της, ήταν ένας άλλος άντρας, είχε ένα χέρι τεράστιο, ένα χέρι που μπορούσε να τη σπάσει σε δυο κομμάτια αν ήθελε και που, παρ’ όλα αυτά, ήταν λεπτό. «Δεν έχει κάτι που να της φράζει την αναπνευ στική οδό».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=