Χέρια μικρά
A N D R É S B A R B A 16 Το αυτοκίνητο έπεφτε κι εκεί που έπεφτε παρα μορφωνόταν. Το αυτοκίνητο γινόταν τόπος. Και τό τε ήταν που χρειαζόταν περισσότερο να επιστρέφει στη φράση. Λες και μόνο εκείνη η φράση ανάμεσα σε όλες τις πιθανές που θα μπορούσαν να περιγρά ψουν το ατύχημα είχε την αρετή να εντοπίζει αυτό που δεν μπορούσε να εντοπιστεί ή, ακόμα καλύτε ρα, λες και μόνο αυτή η φράση εμφανιζόταν ανάμε σα σ’ όλες τις άλλες, τόσο εύχρηστη, τόσο εύκολα κατανοητή, για να καταστήσει διαθέσιμο αυτό που δεν μπορούσε με τίποτα να γίνει κατανοητό. Και μετά τον ήχο η σιωπή. Όχι η απουσία ήχου, παρά η σιωπή. Μια σιωπή που δεν ήταν έλλειψη ή άρνηση, παρά μια θετική μορφή και που τώρα έκα νε στερεό αυτό που πριν από λίγες στιγμές μόνο ήταν ελαστικό και σβέλτο, τη μεταλλική γεύση στο στόμα, τη δίψα. ΗΜαρίνα θυμάται ότι είχε αρχίσει να διψάει αμέ σως μετά αφού είχαν παραλύσει τα πάντα. Μια δίψα ανελέητη, που αποτελούσε μέρος της σιωπής και της ακινησίας και που δεν μπόρεσε να ικανοποιηθεί ούτε καν όταν ένιωσε τα χέρια που της έλυναν τη ζώνη ασφαλείας, το πρόσωπο εκείνης της μεγαλό σωμης γυναίκας με τα ξανθά βαμμένα μαλλιά, εκεί νη την άλλη αντρική φωνή: «Μην της αγγίζεις το κεφάλι, άφησέ την όπως είναι, μην της πιάνεις το κεφάλι».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=