Χέρια μικρά
Χ Ε Ρ Ι Α Μ Ι Κ Ρ Α 19 Ήταν τρία άτομα, δύο γυναίκες κι ένας άντρας, με άσπρες ρόμπες και μαύρα παπούτσια, τρεις άνθρω ποι με πόδια και χέρια κι αυτή τη φανταστική ιδιό τητα, τη σχεδόν μαγική, που είχαν πάντα για τη Μαρίνα οι ενήλικες· σ’ αυτούς εδώ όμως υπήρχε κάτι που είχε κλείσει οριστικά το πέρασμα προς τη μαγεία. Περίμεναν απ’ αυτήν να καταλάβει εκείνη τη φράση. Αλλά το κορίτσι δεν κλαίει, δεν καταρ ρέει, δεν αντιδρά. Η μικρή ζει ακόμη στα περίχωρα της φράσης. Ή ίσως πάλι να έφταιγε που η δημιουρ γική της φαντασία κρατούσε ακόμη χωριστά αυτό που με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να ενωθεί. Η φράση ήταν ακόμη γυαλιστερή και καθαρή και επι πόλαιη όπως τα μαύρα παπούτσια των ενηλίκων. «Καταλαβαίνεις τι σου είπαμε;» «Ναι». «Σου είπαμε ότι οι γονείς σου πέθαναν». «Ναι». «Και οι δύο». «Ναι». Έπρεπε να λέει «ναι», πάντα «ναι». Ένα «ναι» που ήταν τόσο επιπόλαιο και γυαλιστερό όσο τα παπού τσια. Αριθμός και λέξη: «Ναι». Σιωπή και ήχος: «Ναι». Λέξη αποκομμένη από το λεξιλόγιο, που προη γείται του λεξιλογίου, μόνη, καθαρή, διαυγής.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=