Ξένο δέρμα

11 Ξ Ε Ν Ο Δ Ε Ρ Μ Α ελάχιστο. Ήθελα την αποστολή τόσο απεγνωσμένα, που δεν υπήρχε χώρος για τίποτε άλλο. Η πόρτα του ήταν ανοιχτή κι εκείνος καθισμένος στην άκρη του γραφείου του. Φορούσε τζιν και ξεβαμμένο γαλάζιο μπλου­ ζάκι. Ξεφύλλιζε τον φάκελό μου. Ο χώρος ήταν μικρός και είχε μια όψη ακατάστατη, λες και τον χρησιμοποιούσε κυρίως για αποθήκη. Το γραφείο του ήταν άδειο, δεν είχε ούτε μια οικογενειακή φωτογραφία πάνω. Στα ράφια υπήρχε χαρτούρα ανάκατη με σιντί μπλουζ μουσικής, εφημερίδες, ένα σετ για πόκερ και μια γυναικεία ροζ ζακέτα που είχε ακόμη πάνω της το ταμπελάκι. Αποφάσισα ότι αυτός ο τύπος μού άρεσε. «Κασσάνδρα Μάντοξ» μου είπε, σηκώνοντας το βλέμμα. «Μάλιστα, κύριε» απάντησα. Ήταν μεσαίου αναστήματος, σωματώδης αλλά αθλητικός, με τετράγωνους ώμους και κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά. Περίμενα κάποιον τόσο άχρωμο ώστε να καταντάει ουσιαστι­ κά αόρατος, σαν τον Καπνιστή των X-Files , όμως αυτός ο τύπος είχε αδρά, τραχιά χαρακτηριστικά και μεγάλα γαλάζια μάτια, το είδος εκείνο της παρουσίας που απ’ όπου περνάει αφήνει καυτό το στίγμα της. Αν και δεν ήταν ο τύπος μου, ήμουν βέβαιη ότι έχαιρε της προσοχής του γυναικείου φύλου. «Φρανκ. Το “κύριε” είναι για τους χαρτογιακάδες». Είχε προφορά τυπικής φτωχογειτονιάς του Δουβλίνου, διακριτική αλλά εσκεμμένη, σαν πρόκληση. Σηκώθηκε και μου έτεινε το χέρι του. «Κάσι» είπα, σφίγγοντάς το. Μου έδειξε μια καρέκλα και γύρισε να κουρνιάσει πάλι στο γραφείο του. «Εδώ λέει» είπε χτυπώντας ανάλαφρα τον φάκελό μου «ότι είσαι καλή σε συνθήκες πίεσης». Μου πήρε μια στιγμή να καταλάβω για τι πράγμα μιλούσε. Όταν ήμουν ακόμη εκπαιδευόμενη, με είχαν στείλει σε μια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=