Ξένο δέρμα

35 Ξ Ε Ν Ο Δ Ε Ρ Μ Α «Έτοιμη;» με ρώτησε ο Σαμ χαμηλόφωνα. «Πεθαίνω από αγωνία» απάντησα. Ακούστηκε κάπως πιο υπεροπτικό απ’ ό,τι ήθελα. Ο Φρανκ είχε ήδη μπει στην αγροικία, παραμερίζοντας τις μακριές έλικες των βατομουριών που έφραζαν σαν κουρτίνα την είσοδο για το μέσα δωμάτιο. «Οι κυρίες προηγούνται» είπε περιπαικτικά. Κρέμασα τα μουράτα γυαλιά μου στη λαιμόκοψη του που­ καμίσου μου, στερεώνοντάς τα από το ένα μπράτσο, κι αφού πήρα μια βαθιά ανάσα, μπήκα μέσα. Κανονικά, θα ήταν ένα γαλήνιο, θλιβερό δωματιάκι. Μακριές ηλιαχτίδες περνούσαν μέσα από τις τρύπες της σκεπής και φιλτράρονταν από ένα δίκτυο κλαδιών που κάλυπτε τα πα­ ράθυρα, τρεμουλιάζοντας όπως το φως πάνω στο νερό. Στη σβηστή για πάνω από εκατό χρόνια οικογενειακή εστία, τη στρωμένη με φωλιές πουλιών που είχαν πέσει από την καμι­ νάδα, ο σκουριασμένος μεταλλικός γάντζος περίμενε ακόμη το τσουκάλι. Μια φάσσα γουργούριζε ευχαριστημένη κάπου παραδίπλα. Αν όμως έχεις δει ποτέ πτώμα, ξέρεις πώς αλλάζουν την ατμόσφαιρα, έχεις νιώσει την τεράστια σιωπή, τη βαρύτητα της απουσίας που ρουφάει τα πάντα γύρω της σαν μαύρη τρύπα, τον χρόνο που έχει σταματήσει και την παγωμάρα των ανθρώ­ πων γύρω από το ακίνητο πράγμα που έχει μάθει πια το ύστατο μυστικό, αλλά δεν θα μπορέσει ποτέ να το πει. Οι περισσότεροι νεκροί είναι το μοναδικό πράγμα μες στο δωμά­ τιο. Τα θύματα δολοφονίας ωστόσο διαφέρουν, έρχονται πάντα με συνοδεία. Η σιωπή γίνεται εκκωφαντική κραυγή, ο αέρας είναι φορτισμένος και γεμάτος αποτυπώματα, το σώμα είναι μαρκαρισμένο με το καυτό αποτύπωμα εκείνης της άλλης πα­ ρουσίας που διεκδικεί εξίσου σθεναρά την προσοχή σου: του δολοφόνου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=