Ξένο δέρμα

31 Ξ Ε Ν Ο Δ Ε Ρ Μ Α «Λοιπόν, τα πράγματα έχουν ως εξής» είπε ο Σαμ. «Περί­ που ένα τέταρτο μετά τις έξι σήμερα το πρωί ένας τύπος της περιοχής εδώ ονόματι Ρίτσαρντ Ντόιλ είχε βγάλει βόλτα τον σκύλο του σ’ αυτό το μονοπάτι. Του αφαίρεσε το λουρί για να τρέξει στα χωράφια. Όχι πολύ μακριά από το μονοπάτι υπάρ­ χει ένα ερειπωμένο σπίτι. Ο σκύλος μπήκε μέσα, αλλά μετά δεν έβγαινε. Τελικά ο Ντόιλ αναγκάστηκε να πάει να τον ψά­ ξει. Τον βρήκε να μυρίζει το πτώμα μιας κοπέλας. Ο Ντόιλ βούτηξε το σκυλί, το έβαλε στα πόδια και τηλεφώνησε στην αστυνομία». Χαλάρωσα κάπως. Δεν ήξερα καμία άλλη γυναίκα στους μυστικούς. «Κι εγώ είμαι εδώ γιατί;» ρώτησα. «Για να μην πω για σένα, γλύκα. Σε μετέθεσαν στο Ανθρωποκτονιών και δεν μου το ’πε κανείς;» «Θα καταλάβεις» είπε ο Φρανκ. Τον ακολουθούσα στο μονοπάτι και το μόνο που μπορούσα να δω ήταν το πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Πίστεψέ με, θα καταλάβεις». Έριξα μια ματιά στον Σαμ πάνω από τον ώμο μου. «Δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείς» είπε σιγανά. Το χρώμα επανερχόταν στο πρόσωπό του σε έντονες ακανόνιστες κηλίδες. «Θα είσαι μια χαρά». Το μονοπάτι είχε ανηφορική κλίση και ήταν πολύ στενό για να περπατούν δύο άτομα δίπλα δίπλα, μόλις μια λασπερή λωρίδα με σειρές από θρασεμένες ξαγκαθιές να το πολιορκούν και από τις δύο πλευρές. Ανάμεσα από κάποια ανοίγματα διακρινόταν η λοφοπλαγιά στρωμένη με ένα πράσινο πάτσγουορκ όπου έβοσκαν σκόρπια πρόβατα. Κάπου μακριά βέλαζε ένα ολοκαίνουργιο αρνάκι. Ο αέρας ήταν κρύος και τόσο πλούσιος, που θα μπορούσες να τον πιεις, ενώ οι ξαγκαθιές φιλτράριζαν τις μακριές χρυσές ηλιαχτίδες. Σκέφτηκα πολύ σοβαρά να συνεχίσω να περπατάω, περνώντας από την άλλη πλευρά του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=