Ξένο δέρμα

16 T A N A F R E N C H δεκαεφτά αδέρφια και προσωπικό σοφέρ, αν αυτό επιθυμού­ σα. Έχωσα στο στόμα μου ένα μπισκότο προτού προλάβει ο Φρανκ να με δει να χαμογελάω και νομίσει ότι δεν έπαιρνα το θέμα στα σοβαρά. «Ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Είναι έξι χρόνια μικρότερος, οπότε βρίσκεται στον Καναδά με τους γονείς σου. Πώς τον λένε;» «Στίβεν». Φανταστικός αδερφός. Ως παιδί είχα πολύ ζωη­ ρή φαντασία. «Πώς τα πάτε οι δυο σας; Πώς είναι; Πιο γρήγορα» με πίε­ σε ο Φρανκ όταν πήγα να πάρω ανάσα. «Είναι ένας μικρός Φωτεινός Παντογνώστης. Τρελαίνεται για την μπάλα. Τσακώνεται όλη την ώρα με τους γονείς μας, γιατί είναι δεκαπέντε, όμως σ’ εμένα συνεχίζει να μιλάει…» Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν τώρα λοξά πάνω στη γεμάτη χαρακιές ξύλινη επιφάνεια του γραφείου. Ο Φρανκ μύριζε καθαριότητα, σαπούνι και δέρμα. Ήταν καλός δάσκαλος, θαυ­ μάσιος δάσκαλος. Το μαύρο στιλό του σημείωνε βιαστικά ημε­ ρομηνίες, τόπους και γεγονότα, και η Λέξι Μάντισον εμφανί­ στηκε από το πουθενά σαν πολαρόιντ. Αναδύθηκε από το χαρτί και στροβιλίστηκε στον αέρα σαν καπνός θυμιάματος, ένα κορίτσι με το δικό μου πρόσωπο και μια ζωή από μισοξε­ χασμένο όνειρο. Πότε απέκτησες το πρώτο σου αγόρι; Πού ζούσες τότε; Πώς τον έλεγαν; Ποιος παράτησε ποιον; Γιατί; Ο Φρανκ βρήκε ένα τασάκι, έβγαλε ένα πακέτο Πλέιερς και μου πρόσφερε τσιγάρο. Όταν οι ακτίνες του ήλιου εγκατέλειψαν το γραφείο και ο ουρανός άρχισε να σκουραίνει έξω από το πα­ ράθυρο, έκανε μια στροφή με την καρέκλα του, πήρε ένα μπου­ κάλι ουίσκι από κάποιο ράφι και άρτυσε τους καφέδες μας. «Το κερδίσαμε με το σπαθί μας» είπε. «Γεια μας». Τη Λέξι την κάναμε ανήσυχο πνεύμα: έξυπνη και μορφω­ μένη, καλό κορίτσι σε όλη της τη ζωή, αλλά μεγαλωμένη χωρίς

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=