Ξενοφώντα Ελληνικά Α Λυκείου

4η ΔIΔΑKTIKH ΕNOTHTΑ Η ΣΥΝΤΡΙΒΗ […] του ΚΟΝΩΝΑ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [ 99 ] ομόρρ .: φθαρμένος, φθαρτός, φθορά, αδιάφθαρτος, αδιάφθορος, άφθαρτος, διαφθορά, διαφθορέας, διεφθαρμένος, ψυχοφθόρος κατασχὼν : μτχ. αορ. β΄ του ρ. κατέχω κατέχω, κατεῖχον, καθέξω / κατασχήσω, κατέσχον, κατέσχηκα, κατεσχήκειν ομόρρ .: βλ. στο ἔχων ἀπέπλευσε : οριστ. αορ. του ρ. ἀποπλέω ομόρρ .: βλ. στο ἐπιπλέουσι ἀπαγγελοῦσα : μτχ. μέλλ. του ρ. ἀπαγγέλλω ἀπαγγέλλω, ἀπήγγελλον, ἀπαγγελῶ, ἀπήγγειλα, ἀπήγγγελκα, ἀπηγγέλκειν ομόρρ .: αγγελία, άγγελμα, άγγελος, αγγελτήριο, αγγελιαφόρος, απαγγελία, απαγγελτικός, αυτεπαγγέλτως, διάγγελμα, εισαγγελέας, επάγγελμα τὰ γεγονότα : μτχ. παρακ. του ρ. γίγνομαι γίγνομαι, ἐγιγνόμην, γενήσομαι / γενηθήσομαι, ἐγενόμην / ἐγενήθην, γέγονα / γεγένη­ μαι, ἐγεγόνειν / ἐγεγενήμην ομόρρ .: γενέθλια, γένεση, γενιά, γέννα, γέννηση, γένος, γενέτειρα, γινόμενο, γινωμένος, γνήσιος, γονέας, γονίδιο, γόνιμος, γόνος, αγένεια, άγονος, απόγονος, γενεαλογία, γενεσιουργός, δευτερογενής, εγγονός, ενδογενής, επίγονοι, ευγενής, νεογνό, οικογένεια, παθογόνος, προγενέστερος, πρόγονος, συγγένεια Xρον ι κ έ ς αν τ ι κα τ ασ τ άσ ε ι ς σημαίνει, ἐσήμαινε, σημανεῖ, ἐσήμα(η)νε πλεῖν , πλεύσεσθαι / πλευσεῖσθαι, πλεῦσαι, πεπλευκέναι συμπαρέρχεται / συμπάρεισι, συμπαρήρχετο / συμπαρῄει , συμπάρεισι, συμπαρῆλθε, συμπαρελήλυθε, συμπαρεληλύθει ἒχων , ≤ξων / σχήσων, σχών, ἐσχηκὼς ὁρῶν, ὀψόμενος, ἰδών , ἑορακὼς / ἑωρακὼς βοηθεῖν , βοηθήσειν, βοηθῆσαι, βεβοηθηκέναι διασκεδαννυμένων, διασκεδασθησομένων, διασκεδασαμένων / διασκεδασθέντων, διεσκεδασμένων εἰσί, ἦσαν , ἔσονται, ἐγένοντο, γεγόνασι, ἐγεγόνεσαν ἀνάγονται, ἀνήγοντο, ἀνάξονται / ἀναχθήσονται, ἀνηγάγοντο / ἀνήχθησαν , ἀνηγμέναι εἰσί, ἀνηγμέναι ἦσαν λαμβάνει, ἐλάμβανε, λήψεται, ἒλαβε , εἴληφε, εἰλήφει συλλέγει, συνέλεγε(ν), συλλέξει, συνέλεξεν , συνείλοχε, συνειλόχει φεύγουσι, ἔφευγον, φεύξονται / φευξοῦνται, ἒφυγον , πεφεύγασι, ἐπεφεύγεσαν φεύγων , φευξόμενος / φευξούμενος, φυγών, πεφευγὼς

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=