Ξενοφώντα Ελληνικά Α Λυκείου

4η ΔIΔΑKTIKH ΕNOTHTΑ Η ΣΥΝΤΡΙΒΗ […] του ΚΟΝΩΝΑ [ 98 ] ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ δίκροτοι : ον. πληθ. του επιθ. της β΄ κλίσης ὁ, ἡ δίκροτος, ον ἦσαν : οριστ. παρατ. του ρ. εἰμὶ ομόρρ .: βλ. στο ἦν πλήρεις : ον. πληθ. του επιθ. της γ΄ κλίσης ὁ, ἡ πλήρης, ες (βλ. Γραμμ. α.ε. § 181 ) ἀνήχθησαν : οριστ. παθ. αορ. του ρ. ἀνάγομαι ἀνάγομαι, ἀνηγόμην, ἀνάξομαι / ἀναχθήσομαι, ἀνηγαγόμην / ἀνήχθην, ἀνῆγμαι, ἀνήγμην ομόρρ .: βλ. στο ἀντανῆγεν ἁθρόαι : ον. πληθ. του επιθ. της β΄ κλίσης ὁ ἁθρόος, α, ον / ος, ος, ον ἔλαβε : οριστ. αορ. β΄ του ρ. λαμβάνω λαμβάνω, ἐλάμβανον, λήψομαι, ἔλαβον, εἴληφα, εἰλήφειν ομόρρ .: λαβή, λαβίδα, λάβρα, λαβώνω, λάφυρο, λήμμα, λήπτης, λήψη, ανάλη- ψη, ανεπίληπτος, αντιλαβή, αντιληπτός, ασύλληπτος, δανειολήπτης, δικολάβος, δίλημμα, επιληψία, εργολάβος, ευλάβεια, εύληπτος, θρησκοληψία, κατάληψη, μετάληψη, μουσόληπτος, παραλαβή, παραλήπτης, περιληπτικός, προκατειλημ- μένος, πρόσληψη, συλλαβή, χειρολαβή τῇ γῇ : δοτ. εν. του συνηρ. ουσ. της α΄ κλίσης ἡ γῆ ἡ γῆ, τῆς γῆς, τῇ γῇ, τὴν γῆν, ὦ γῆ ἄνδρας : αιτ. πληθ. του ουσ. της γ΄ κλίσης ὁ ἀνὴρ (βλ. Γραμμ. α.ε. § 129 ) συνέλεξεν : οριστ. αορ. του ρ. συλλέγω συλλέγω, συνέλεγον, συλλέξω, συνέλεξα, συνείλοχα, συνειλόχειν ομόρρ .: λογάδην, εκλεκτός, εκλογέας, εκλογή, επίλεκτος, συλλογή, σύλλογος ἔφυγον : οριστ. αορ. β΄ του ρ. φεύγω φεύγω, ἔφευγον, φεύξομαι / φευξοῦμαι, ἔφυγον, πέφευγα, ἐπεφεύγειν ομόρρ .: φευγάλα, φευγάτος, φευγιό, φυγαδεύω, φυγάς, φυγή, αναπόφευκτος, αποφυγή, διαφυγή, καταφύγιο, πρόσφυγας, υπεκφυγή, φυγόπονος, φυγόδικος φεύγων : μτχ. ενεστ. του ρ. φεύγω ομόρρ .: βλ. στο ἔφυγον ἔγνω : οριστ. αορ. β΄ του ρ. γιγνώσκω (βλ. Γραμμ. α.ε. § 350 ) γιγνώσκω, ἐγίγνωσκον, γνώσομαι, ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν ομόρρ .: γνώμη, γνωμικό, γνώση, γνωστικός, γνωστός, άγνωστος, ανάγνωση, ανα- γνώστης, απόγνωση, αρχαιογνωσία, διάγνωση, διχογνωμία, εμπειρογνώμονας, επί- γνωση, ευγνωμοσύνη, ισχυρογνώμονας, παντογνώστης, προγνωστικός, συγγνώμη διεφθαρμένα : μτχ. παρακ. του ρ. διαφθείρομαι διαφθείρομαι, διεφθειρόμην, διαφθεροῦμαι / διαφθαρήσομαι, διεφθάρην, διέ­ φθαρμαι / διέφθορα, διεφθάρμην / διεφθόρειν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=