Ξενοφώντα Ελληνικά Α Λυκείου
4η ΔIΔΑKTIKH ΕNOTHTΑ Η ΣΥΝΤΡΙΒΗ […] του ΚΟΝΩΝΑ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ [ 97 ] Γ ρ α μ μ α τ ι κ α φ α ι ν ο μ ε ν α Aναγ νώρ ι ση τ ύπων – αρχ ι κο ί χρόνο ι – ομόρρ ι ζ α ἐσήμανε : οριστ. αορ. του ρ. σημαίνω σημαίνω, ἐσήμαινον, σημανῶ, ἐσήμα(η)να ομόρρ .: σήμα, σημάδι, σημαία, σημείο, σήμανση, σημαντικός, σήμαντρο, σημα- σία, ασήμαντος, ένσημα, επισήμανση, παράσημο, σημαιοφόρος, σημασιολογία, σημειολογία ταχίστην : αιτ. εν. υπερθ. βαθμού του επιθ. ταχὺς ταχὺς – θάττων – τάχιστος επίρρ.: ταχέως – θᾶττον – τάχιστα πλεῖν : απαρ. ενεστ. του ρ. πλέω πλέω, ἔπλεον, πλεύσομαι / πλευσοῦμαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, ἐπεπλεύκειν ομόρρ .: βλ. στο ἐπιπλέουσι συμπαρῄει : οριστ. παρατ. του ρ. συμπαρέρχομαι / συμπάρειμι συμπαρέρχομαι / συμπάρειμι, συμπαρηρχόμην / συμπαρῇα / συμπαρῄειν, συμπά ρειμι, συμπαρῆλθον, συμπαρελήλυθα, συμπαρεληλύθειν ομόρρ .: ελεύθερος, ερχομός, ισθμός, ιταμός, αμαξιτός, ανεξίτηλος, απρόσιτος, διέλευση, εισιτήριο, προϊόν, προσέλευση, προσηλυτισμός Θώραξ : ον. εν. του ουσ. της γ΄ κλίσης ὁ Θώραξ (βλ. Γραμμ. α.ε. § 122 : κόραξ ) ἔχων : μτχ. ενεστ. του ρ. ἔχω ἔχω, εἶχον, ≤ξω / σχήσω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἐσχήκειν ομόρρ .: έξη, εξής, ισχυρός, ισχύς, οχυρός, σχέδιο, σχεδόν, σχέση, σχήμα, σχολείο, ακάθεκτος, αποχή, ενοχή, ένοχος, ευεξία, εχέγγυο, εχεμύθεια, ηνίοχος, κακουχία, κάτοχος, καχεκτικός, μετοχή, μέτοχος, νουνεχής, παροχή, ραβδούχος, συνοχή ἰδὼν : μτχ. αορ. β΄ του ρ. ὁράω -ῶ ὁρῶ, ἑώρων, ὄψομαι, εἶδον, ἑόρακα / ἑώρακα, ἑωράκειν ομόρρ .: βλ. στο κατίδωσιν τὰς ναῦς : αιτ. πληθ. του μεταπλαστού ουσ. της γ΄ κλίσης ἡ ναῦς (βλ. Γραμμ. α.ε. § 150 , 11 ) βοηθεῖν : απαρ. ενεστ. του ρ. βοηθέω -ῶ βοηθῶ, ἐβοήθουν, βοηθήσω, ἐβοήθησα, βεβοήθηκα, ἐβεβοηθήκειν ομόρρ .: βοήθεια, βοήθημα, βοηθητικός, βοηθός, αβοήθητος διεσκεδασμένων : μτχ. παρακ. του ρ. διασκεδάννυμαι διασκεδάννυμαι, διεσκεδαννύμην, διασκεδασθήσομαι, διεσκεδασάμην / διεσκεδά σθην, διεσκέδασμαι, διεσκεδάσμην ομόρρ .: βλ. στο ἐσκεδασμένους
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=