Χάθηκε βελόνι

16 ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ Μπήκαμε μέσα. Εγώ πήρα τζιν τόνικ κι εκείνος μπίρα. Μιλούσε γρήγορα. Σαν να βιαζόταν να πει ό,τι σκεφτόταν. Μερικές φορές κατάπινε λέξεις. Μου είπε ότι τον έλεγαν Αλέξανδρο. Ήταν πολύ αδύνα­ τος. Γελούσε συχνά, αλλά κυρίως με τα χείλη. Τα μάτια δεν ακολουθούσαν. Είχαμε πολλά κοινά. Μας άρεσαν οι ιστορίες του Ντίσνεϊ και ο Καμί. Και οι δύο βλέπαμε πολύ σινεμά και αγαπού­ σαμε ιδιαίτερα τις γιαπωνέζικες ταινίες. Και οι δύο σκεφτό­ μασταν συχνά την αυτοκτονία, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Εγώ τον τελευταίο χρόνο δεν ήμουν καλά. Με τη Φω­ τεινή ήμασταν μαζί από το λύκειο και χωρίσαμε μετά το πτυχίο. Δεν ήμουν σίγουρος ότι η δουλειά στο αρχιτε­ κτονικό γραφείο του πατέρα μου ήταν αυτό που ονειρευό­ μουν. Έβλεπα έναν γιατρό. Πήγαινα καλύτερα, αλλά ήθελα ακόμα δουλειά. Οπωσδήποτε δεν είχα όρεξη για γνωριμίες. Με τον Αλέξανδρο όμως άρχισα να κάνω παρέα. Μου άρεσε που δεν προσπαθούσε να φανεί σημαντικός. Όταν ήμασταν μαζί, δεν ένιωθα υποχρεωμένος να προσποιηθώ. Να δείξω ότι περνάω καλά. Ούτε να γελάω με το καθετί που έλεγε. Πιο πολύ πηγαίναμε σινεμά. Ό,τι βρίσκαμε από Μπέργκμαν, Κουροσάβα, Αντονιόνι. Όλη τη συνομοταξία. Με τον καιρό έμαθα αρκετά γι’ αυτόν. Μου τα έλεγε λίγα λίγα. Άρχιζε κάθε φορά να μιλάει στο άσχετο. Δεν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=