Χάθηκε βελόνι

14 ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ τα κάτι τέτοιο; Το κάνεις συνέχεια αυτό το πράγμα, ρε πού­ στη μου». «Θα πάμε κάπου πολύωραία όταν γυρίσω, εντάξει; Έχεις τον λόγο μου». «Τι να σου πω. Κάνε ό,τι θες, βαρέθηκα. Αλήθεια, βα­ ρέθηκα. Δεν έχωάλλη δύναμη ν’ ασχοληθώ. Μην εκπλαγείς άμα δεν με βρεις εδώ όταν γυρίσεις». Έτρεμε. Άναψε τσιγάρο. Είχε μήνες να το κάνει. Μέναμε μαζί τέσσερα χρόνια. Τον τελευταίο καιρό τσακωνόμασταν όλο και συχνότερα. Κοιτούσα όσο περισσότερο μπορούσα τα χέρια της. Προσπαθούσα να κρατήσω κάτι από τις πρώ­ τες μέρες. Το βράδυ κοιμηθήκαμε χώρια. Το πρωί έβρεχε. Έφτιαξα έναν ζεστό καφέ. Οι σταγόνες έσκαγαν στο παρμπρίζ με δύναμη. Μου άρεσε να βλέπω τους υαλοκαθαριστήρες να τις μαζεύουν. Σκεφτόμουν ότι αυτό που πήγαινα να κάνω ήταν τρέλα. Σε δύο ώρες είχα φτάσει Αθήνα. Δεν περίμενα, φυσικά, να τον βρω στο φοιτητικό του σπίτι. Έπρεπε όμως από κά­ που να ξεκινήσω. Η γειτονιά είχε αλλάξει. Πολλά μαγαζιά είχαν κλείσει, καινούργια είχαν ανοίξει. Στο πανεπιστήμιο έμαθα πως είχε πάρει πτυχίο το 2012. Ήταν μια σημαντική πληροφορία. Τουλάχιστον μέχρι τότε είχε παραμείνει ζωντανός. Ξεκίνησα για το χωριό του στην Πελοπόννησο. Στον δρόμο σκεφτόμουν την πρώτη φορά στο σπίτι του. Γνωρι­ ζόμασταν τότε έναν μήνα. Έμενε με την αδερφή του. Ήταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=