Χάθηκε βελόνι
36 ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ που το είχαν κατοικήσει. Για μια στιγμή το σώμα μου ένιω σε όλο τον πόνο που είχε στεγάσει. Ακόμη δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη. Ακόμη δεν ξέρω γιατί δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο ο Αλέξανδρος. Ακόμη δεν ξέρω γιατί δεν τον πήρα ποτέ ούτε εγώ. Ευχήθηκα να το έκανα επειδή τον εμπιστευόμουν. Επειδή σεβόμουν την επιλογή του και πίστευα πως ήξερε τι έκανε. Ευχήθηκα, κυρίως, ο Αλέξανδρος να ήταν ακόμη ζω ντανός. Να διάβαζε, να έβλεπε ταινίες, να έγραφε, να αγα πούσε. Να μην τον είχε κερδίσει η τρέλα. Να μην είχε εν δώσει στο σκοτάδι. Ξεκίνησα να περπατάω. Όταν έφτασα στην πύλη, έφερα το φύλλο της ελιάς στα χείλη μου. Προσπάθησα να παίξω μια μελωδία. Δεν τα κατάφερα. Το βράδυ είχα γυρίσει σπίτι. Η Κωνσταντίνα μού άνοιξε και ρίχτηκε στην αγκαλιά μου. Με το κεφάλι μου στον ώμο της, κοίταξα το στρωμένο τραπέζι με το μπορντό τραπεζο μάντιλο. Τους σιέλ τοίχους και το φωτιστικό που κρεμόταν στο ταβάνι. Μύρισα τα μαλλιά της. Τα είχε μόλις λούσει. «Αγάπη μου, μου έλειψες πολύ. Συγγνώμη που δεν σου απαντούσα στα μηνύματα και δεν σήκωνα το τηλέφωνο. Συγγνώμη για τα νεύρα μου. Δεν ξέρω τι με πιάνει κάθε τόσο. Είμαι μια ηλίθια, όλο τέτοια κάνω, είμαι–» «Σσσ. Μη μιλάς» της είπα. «Μη μιλάς».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=