Χάθηκε βελόνι

ΧΑΘΗΚΕ ΒΕΛΟΝΙ 35 Έτρωγε με όρεξη. Συζητούσε μαζί τους για λογοτεχνία και σινεμά. Αυτοί τον ρωτούσαν αν έγραφε κάτι εκείνον τον καιρό. Αν μπορούσε ν’ απολαύσει το σινεμά του Ντρά­ γερ, παρόλο που δεν πίστευε στον Θεό. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου του έδειξε και την ταινιο­ θήκη του, μια σπουδαία συλλογή δεκαετιών. Μετά καθί­ σαμε στο σαλόνι και συνεχίσαμε την κουβέντα με ένα γλυ­ κό κρασί. Συζητούσαν πιο πολύ εκείνοι μεταξύ τους. Εγώ παρακολουθούσα ή έφερνα κρασί όταν τέλειωνε. Όταν χαιρετηθήκαμε, φαινόταν ευδιάθετος. Χάρηκα κι εγώ πολύ που είχε περάσει καλά. Δεν τον είχα ξαναδεί τό­ σο καλόκεφο. Την επομένη περίμενα να με πάρει τηλέφω­ νο για να μου πει εντυπώσεις. Περνούσαν οι μέρες και δεν το έκανε. Ρώτησα τους γονείς μου αν είχαν προσέξει τίποτα πε­ ρίεργο στο δείπνο. Επέμεναν πως όλα είχαν πάει θαυμάσια. Ο πατέρας μου δεν σταματούσε να μιλάει για κείνον. Του είχαν κάνει εντύπωση τα ελληνικά του. Ιδίως ο τρόπος που μιλούσε όταν η κουβέντα πήγαινε στο γράψιμο. Ζωντάνευε, έπαιρναν φωτιά τα μάτια του, είπε. Σηκώθηκα. Τίναξα το παντελόνι από τα πετραδάκια. Έκοψα ένα φύλλο από μια ελιά. Τώρα έπιανα κι άλλες μυ­ ρωδιές. Υπήρχε θυμάρι. Ρίγανη. Σκίνος. Πέρασα ξανά από τις ελιές. Στάθηκα για λίγο κι έριξα μια τελευταία ματιά στο σπίτι. Για μια στιγμή μου φάνηκε γεμάτο κόσμο. Για μια στιγμή είδα όλους τους ανθρώπους

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=