Χάθηκε βελόνι

34 ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ ήταν εκθαμβωτική. Πράσινο μέχρι εκεί που έφταναν τα σπί­ τια και άρχιζε η θάλασσα. Ο κόλπος είχε ένα γαλάζιο πιο βα­ θύ απ’ της Ελλάδας. Απέναντι διαγραφόταν αχνά η Κέρκυρα. Κάθισα στο χώμα και σκούπισα το μέτωπο. Ο ιδρώτας τσιτσίρισε στο χώμα. Τα πόδια μου έκαιγαν. Καιρό είχα να βρεθώ κάπου με τόση ησυχία. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που είδα την Κωνσταντίνα, στο γραφείο, πίσω από μια θεόρατη ντάνα χαρτιών, βαριε­ στημένη αλλά όμορφη. Θυμήθηκα τη μέρα του γάμου μας, που τσακωνόμασταν επειδή επέμενα να μη μαζέψει τα μαλλιά της. Θυμήθηκα τα αίματα στον πέμπτο μήνα και την υπόσχεση ότι θα ξαναπροσπαθήσουμε. Θυμήθηκα την τελευταία φορά που είδα τον Αλέξανδρο. Είχε έρθει στο σπίτι μου για φαγητό. Του το είχα προτείνει αρκετές φορές μέχρι τότε, αλλά δεν δεχόταν. Οι γονείς μου επέμεναν να τον γνωρίσουν. Τον συμπαθούσαν. Τον θαύ­ μαζαν, όπως άλλωστε κι εγώ. Τους μιλούσα συνέχεια γι’ αυτόν. Ήξεραν για τα χρόνια που πέρασε αόρατος, μες στην απόγνωση. Για τα βράδια που τριγυρνούσε μόνος του στα ψυχιατρεία. Ήξεραν για τον αγώνα που είχε δώσει, για το πείσμα του. Για όσα είχε καταφέρει. Χάρηκαν έτσι πολύ που τον είδαν. Η μητέρα μου είχε ετοιμάσει πολλά νόστιμα φαγητά. Ο πατέρας μου είχε δια­ λέξει το κρασί. Εκείνος ήρθε αγχωμένος, αλλά στην πορεία λύθηκε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=