Χάθηκε βελόνι

ΧΑΘΗΚΕ ΒΕΛΟΝΙ 33 πενήντα ευρώ η βραδιά. Έκανα ένα κρύο ντους και ξάπλω­ σα. Τα σεντόνια έτριζαν. Άκουγα τουλάχιστον τη θάλασσα. Κοιμήθηκα μισή ώρα. Έφτασε για να ξεκουραστώ. Πήρα έναν καφέ και μπήκα στο αυτοκίνητο. Η κίνηση ακόμη μπόλικη. Ανέβηκα τον δρόμο μέχρι το βενζινάδικο. Έστριψα δεξιά και μπήκα σ’ έναν μεγάλο χωματόδρομο. Το αυτοκίνητο τρανταζόταν. Κάποια στιγμή μια πέτρα βρήκε το σασί. Τα δόντια μου έτριξαν. Άφηνα την πόλη πίσωμου. Τα σπίτια αραίωναν μπροστά μου. Μόνο βουνά, πουρνάρια και ελιές. Οι πέτρες στον δρόμο όλο και μεγάλωναν. Άφησα το αμάξι στην άκρη και συνέχισα με τα πόδια. Ίδρωσα γρήγορα. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά, κόκκινος. Κάθισα να ξεκουραστώ σ’ ένα μικρό γεφύρι. Έβγαλα από την τσάντα ένα μπουκαλάκι νερό με ανθρακικό. Ήταν δυ­ νατό. Μου άρεσε όπως έγδερνε τον λαιμό μου μες στη ζέστη. Συνέχισα την ανάβαση. Μετά από μια απότομη στροφή εμφανίστηκε μπροστά μου ένας λόφος. Δεν φαινόταν όλη αυτή την ώρα, λες και τον έκρυβε το βουνό. Ήταν γεμάτος ελιές, οι μισές ξεραμένες. Το χορτάρι μέ­ χρι τα φύλλα. Ένα διώροφο σπίτι υψωνόταν στο κέντρο, με τα μισά κεραμίδια στο χώμα και τους τοίχους ραγισμέ­ νους. Η τσιμεντένια αυλή μπροστά του γεμάτη πρασινάδες. Μια μεγάλη συκιά στα δεξιά του μαραμένη. Πέρασα μέσα από τα δέντρα κι έφτασα στην άκρη. Η θέα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=