Χάθηκε βελόνι

32 ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ «Να σου πω, πολιτσμάνος είσαι;» γέλασε. «Όχι, δεν τον ήξερα, τ’ άλλα του αδέρφια που ήταν πιο μεγάλα ήξερα. Τον τάτα του, τη μάνα του, τον παππού του. Ο παππούς του, που λες, είχε ένα πρόβλημα. Είχε φάει μια σφαίρα στο κεφάλι και έζησε παράλυτος. Κι άμα ρωτήσεις εδώ σο χωρίο, θα σου λένε όλοι τα καλύτερα. Ότι ήτανε καλός, ότι ήτανε χρυ­ σός. Και τόσα χρόνια τότες δεν εζύγωνε κανένας το σπίτι των Ζεφάδων επειδή σκιαζόντουσαν. Τέτοιοι ανθρώποι είναι εδώ, αδερφέ. Σου βγάνουνε το μάτι για ένα κομμάτι ψωμί. Οι δικοί σου, όχι οι ξένοι! Σε φουλάνε αμπροσά και σε κε­ ράνε, και μόλις γυρίσεις την πλάτη αρχινάνε να σου σκά­ βουνε τον λάκκο. Σκυλία ανθρώποι, να ακούς εδώ τι σου–» «Εντάξει, εντάξει, σας ευχαριστώ». Αν δεν τον σταμα­ τούσα, θα συνέχιζε για πάντα. «Φίλος του από το πανεπι­ στήμιο είμαι. Ξέρετε πώς μπορώ να πάω στο πατρικό του;» «Πώς δεν ξέρω, αδερφέ. Να μην ξέρω, λέει. Ένα χωρίο είμεσα. Όλοι τους ξέρουμε όλους εδώ. Ψηλά είναι, πάνω. Για έλα να σου δείξω εγώ πώς θα πας. Δες εδώ, θ’ ανέβεις με το αμάξι τούτον τον δρόμο, έχει ανηφόρα μπόλικη, και μόλις δεις ένα βενζινάδικο, έχει έναν χωματόδρομο δεξιά. Αποκεί θα πας. Θ’ ανέβεις, θ’ ανέβεις και θα ιδείς το σπίτι». Τον ευχαρίστησα και πάλι. Πήγα στο δωμάτιο που μου υπέδειξε. Ο ιδιοκτήτης μιλούσε ελληνικά, αλλά δεν είχε διάθεση για κουβέντα. Ευτυχώς. Μέσα μόνο ένα κρεβάτι και κομοδίνο, αλλά στοίχιζε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=