Χάθηκε βελόνι
ΧΑΘΗΚΕ ΒΕΛΟΝΙ 31 μας σκορπίσουνε και να γεμίσουνε τα χωράφια μας ξενο δοχεία. Αλλά όχι, καλά μας κάνουνε. Τέτοιοι που είμεσα, καλά μας κάνουνε. Άξιοι της μοίρας μας, δεν κάνουμε χω ρίο πουθενά. Αντί να είμεσα μονοιασμένοι, κοιτάμε μονα χά πώς να βγάλουμε ο ένας το μάτι του αλλουνού». Προσπάθησα να χαμογελάσω. Για όνομα του Θεού, ο τύπος μόλις με είχε δει πρώτη φορά. «Ξέρετε πού μπορώ να βρω κάποιο δωμάτιο;» «Αμ πώς, δωμάτια σωρό, από δωμάτια άλλο τίποτα εδώ. Δωμάτια, λέει. Να, εδώ δίπλα θα πας, ακριβώς όπως βγαί νεις. Είναι δικός μας, θα σε βολέψει. Από τον Αριστείδη να του πεις». «Ευχαριστώ πολύ. Και κάτι άλλο θα ήθελα να ρωτήσω. Έναν Ζέφο, Αλέξανδρο Ζέφο, τον ξέρετε;» «Α, του Παύλου πρέπει να λες, του μακαρίτη. Τούτος έχει να πατήσει εδώ πολλά χρόνια. Τα αδέρφια του έρχο νταν καμιά φορά, κείνονε ούτε που θυμάμαι πότε τον είδα. Δεν πατάει κανένας τους τώρα. Πάει, ξοφλήσανε οι Ζεφά δες από το Δρεπένι. Η μάνα του, που λες, είχε έρθει–» «Ξέρω, ξέρω» τον έκοψα. «Ο Αλέξανδρος σίγουρα δεν έχει έρθει τα τελευταία χρόνια αποδώ;» «Κοίταξε να δεις, αδερφέ. Εγώ, όπως βλέπεις, στην πιά τσα το έχω το μαγαζί, όλοι αποδώ περάνε θέλουνε δεν θέ λουνε. Αλλά τι να σου ειπώ, άιντε άμα θες ρώτα και σε άλλα μαγαζία εδώ, να ιδώ τι θα σου πούνε». «Τον είχατε γνωρίσει εσείς όμως;»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=