Χάθηκε βελόνι

30 ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ Κορίνθου. Υπήρχε μια θεωρία ότι στην αρχαιότητα είχαν μεταναστεύσει πληθυσμοί. Εμένα, πάντως, το τοπίο μου θύμισε Μεσσηνία. Έκατσα σε ένα καφέ. Ο σερβιτόρος μιλούσε αλβανικά, παρήγγειλα στ’ αγγλικά. Συνέχισα να παρατηρώ το μέρος. Προσπαθούσα να καταλάβω αν μου φαινόταν όμορφο ή άσχημο. Είχε κάτι κι από τα δύο. Κυρίως προσπαθούσα να συλλάβω ότι ο Αλέξανδρος είχε γεννηθεί σε έναν τέτοιο τόπο. Άρχισα να μπαίνω σε μαγαζιά και να λέω «καλημέρα». Επιτέλους, σ’ ένα ψιλικατζίδικο μου απάντησε ένας κύριος γύρω στα πενήντα: «Γεια σας, καλημέρα». Ανακουφίστηκα. Ένιωσα αμέσως οικειότητα. «Γεια σας. Ήρθα από Ελλάδα. Πώς πάνε τα πράγματα;» «Από Ελλάδα, ε; Καλώς τον. Πώς κι έτσι; Μόνο Αλβα­ νούς βλέπουμε φέτο. Πώς να πάνε, δεν βαριέσαι. Μας βλέπεις». Επιθεώρησα τον χώρο. Ένας νεαρός υπάλληλος πίσω από τον πάγκο. Ο κύριος του είπε κάτι στα αλβανικά κι εκείνος έφερε μια δεύτερη καρέκλα. Κάθισα. «Εδώ είναι σκυλία όλοι, αδερφέ» άρχισε ξαφνικά. «Θα μας φάνε, μετρημένες είναι οι μέρες μας. Τώρα που αρχί­ σανε να μας γκρεμίζουν και τα σπίτια; Καλά είσαι. Τ’ ακού­ τε στην Ελλάδα, δεν τ’ ακούτε; Θα μας ξεκάνουνε, σ’ το λέγω εγώ. Στην πιάτσα είμαι, τα βλέπω όλα. Θέλουνε να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=