Χάθηκε βελόνι

ΧΑΘΗΚΕ ΒΕΛΟΝΙ 25 έξω: παίζαμε, τρέχαμε, σκαρφαλώναμε, τι θες. Ωραία χρό­ νια. Ήσυχα, ούτε άγχος ούτε τίποτα. »Μετά που ήρθαμε εδώ κάπως μας φάνηκε στην αρχή. Μεγάλη αλλαγή. Άλλος κόσμος. Πενήντα χρόνια μπροστά. Κοίτα, δεν ήταν κακοί οι άνθρωποι εδώ, έτσι; Σιγά. Αλβα­ νάκια μας λέγανε, αλλά δεν μας ένοιαζε. Εγώ σημαία της Αλβανίας είχα στο δωμάτιο μέχρι τα είκοσι. Της Αλβανίας και της ΑΕΚ. Αλλά όταν τύχαινε καμιά φορά να παίξει Ελ­ λάδα – Αλβανία, όλοι με την Αλβανία ήμασταν. Βρίζαμε όταν έβαζε γκολ η Ελλάδα. Στο σπίτι όμως αυτά, ε; Έξω, με την Ελλάδα. Ξέρω γω, έτσι, από αντίδραση. Για το γα­ μώτο μας έβγαινε. Για το γινάτι. »Εγώ με φύλλα από τις ελιές έπαιζα πάνω. Ξέρεις, τα δίπλωνα και σφύραγα, μουσική κανονική. Είχα και μια σφεντόνα, φουρκέτα τη λέγαμε εμείς. Την είχα φτιάξει από μια συκιά έξω απ’ το σπίτι. Έριχνα πέτρες έτσι στα κουτου­ ρού, μπαμ μπαμ, κότσευα ό,τι ήθελες. Αλλά την έχασα όταν ήρθαμε. »Εδώ έπαθα πλάκα με τις μηχανές. Μοτοσικλέτες απο­ δώ, αμάξια αποκεί, χαμός, ε; Έβαζα μερικά λεφτά στην άκρη απ’ όσα έδινα για το σπίτι και στα δεκαπέντε πήρα μια Φλορέτα πράσινη. Φοβερό εργαλείο, μιλάμε. Δέκα χρόνια μου βάστηξε. Και ξέρεις πώς το πήγαινα; Σουμάχερ. Ναι. Μια φορά μόνο μου ’φυγε εκεί στον δρόμο και παραλίγο να σπάσω το κεφάλι μου, καλά που είχα κράνος. Με το πόδι στον γύψο τη γλίτωσα για κάναν μήνα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=