Χάθηκε βελόνι

ΧΑΘΗΚΕ ΒΕΛΟΝΙ 23 Δεν ήξερα τι να πω. Την είχα δει δυο τρεις φορές στο σπίτι του Αλέξανδρου. Όσο ήμουν εκεί, τακτοποιούσε το σπίτι ή μαγείρευε. Τη θυμόμουν γύρω στα πενήντα, με παραπανίσια κιλά. Παρά την ταλαιπωρημένη της έκφραση, ήταν όμορφη γυναίκα. Είχε πιο μεγάλα μάτια από τους άλλους. Μιλούσε τραγουδιστά, με έκανε να χαμογελάω. Πετούσε αρκετές λέξεις που δεν καταλάβαινα. Η προφορά της μου έφερνε στο μυαλό τα κρητικά. «Μπορείς να μιλήσεις κι εσύ έτσι;» είχα ρωτήσει τον Αλέξανδρο. «Μόνο όταν είμαι μόνος μαζί τους» μου είχε απαντήσει. Αναρωτήθηκαπώς θα είχε αντιδράσει οΑλέξανδρος στον θάνατο του πατέρα του. Ποτέ δεν είχα καταλάβει ακριβώς πώς ήταν η σχέση τους. Όμως ο θάνατος της μητέρας του θα τον είχε σίγουρα συντρίψει. Έβλεπα πώς την κοιτούσε, άκουγα πώς της μιλούσε. Ίδιος μ’ ένα πεντάχρονο παιδί. Ρώτησα τον Μάρκο να μου πει για τον Αλέξανδρο. Για τον ίδιο, για το χωριό, ό,τι ήθελε. «Γράφεις κι εσύ;» με ρώ­ τησε και γέλασε. Θυμήθηκα κάτι που μου είχε πει ο Αλέ­ ξανδρος. Όταν λες στους άλλους ότι γράφεις, αμέσως σου ανοίγονται. «Ναι, γράφω» απάντησα ψέματα κι άρχισε να μιλάει μόνος του. Δεν τον διέκοπτα. Τον άφηνα να πει ό,τι ήθελε. Του άρε­ σε που γινόταν αντικείμενο ενδιαφέροντος. Ένιωθε σημα­ ντικός.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=