Χάθηκε βελόνι

20 ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ του την πάρουν. Ήταν ένας κοντός, καραφλός άντρας που φαινόταν μεγαλύτερος. Τα μάτια του, χαμηλωμένα στις άκρες, έμοιαζαν λυπημένα όλη την ώρα. Γελούσε όμως πολύ. Κι όταν γελούσε, αυτά εξαφανίζονταν. Χάρηκε που με γνώρισε. Ρώτησε αν θέλαμε τίποτα. Εγώ διψούσα, αλλά ο Αλέξανδρος πετάχτηκε πρώτος. Του είπε πως ήμασταν εντάξει. Μου έκανε εντύπωση που γελούσαν και οι δύο ο ένας με τον άλλον. Χωρίς λόγο. Απλώς μια στο τόσο, όταν δεν μιλούσε κανείς από τους τρεις μας, πατέρας και γιος κοιτιόντουσαν και γελούσαν. Έτσι, χωρίς λόγο. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Έφτασα έξω από το σπίτι του αδερφού του Αλέξανδρου. Πριν βγω από το αυτοκίνητο, πήρα στα χέρια το σημείωμα του περιπτερά. Το άνοιξα: Ο Παύλος ήτανε από τους πρώτους που μπήκανε στην Ελλάδα όταν ανοίξανε τα σύνορα της Αλβανίας, μαζί με τη φαμίλια του. Μίλαγε ούλη η φαμίλια ελληνικά κανονικότατα, αφού ήτανε Βορειοηπειρώτες Ελληναράδες κανονικοί, όχι γιαλαντζί. Όταν λοιπόν πρωτοήρθε εδώ, τονε έβλεπα κάθε μέρα με τον μακαρίτη τον γέρο μου να μιλάνε συνέχεια για τα βουνά της Αλβανίας. Εκεί που πολέμησε και τραυματίστηκε και παραλίγο να πεθάνει, αν δεν τον έσωνε ο μπαρμπα-Θάνος ο Βέναγας, και που εγώ ο ηλίθιος δεν έκατσα ποτέ να τον ακούσω όταν ζούσε, παρά τα έμαθα μόνο όταν έφυγε ο καψερός πριν από δεκαεφτά περίπου χρόνια. Ο Παύλος μου τα είπε όλα όταν τον ρώτησα με κάθε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=