Χάθηκε βελόνι

ΧΑΘΗΚΕ ΒΕΛΟΝΙ 19 είπε πολλά. Μου είπε ότι έχει περάσει πολύ χειρότερα. Μου είπε να μην ανησυχώ κι ότι όλα θα πάνε καλά. Μου είπε πως πονάει πολύ, αλλά δεν το βάζει κάτω. Φεύγοντας, μου άφησε μερικές σκόρπιες σελίδες. Δεν ήξερα μέχρι τότε ότι έγραφε. Διάβαζα όλη νύχτα και το τέλειωσα τα ξημερώματα. Απόρησα που αυτός ο άνθρωπος ζούσε ακόμη. Σε τρεις ώρες έφτασα στη Μεθενιά. Ήταν μια κλασική ελ­ ληνική κωμόπολη, με λακκούβες στους δρόμους και κλει­ στά καταστήματα. Ξεβαμμένα σπίτια, πέντε δρόμοι κι απέ­ ραντα χωράφια. Σταμάτησα σε ένα περίπτερο. Ο περιπτεράς ταράχτηκε με τις ερωτήσεις μου. Είδα τα μάτια του να υγραίνονται. Μου είπε πως ο πατέρας του Αλέξανδρου είχε πεθάνει. Μόνο ο αδερφός του είχε μείνει πια εδώ. Βγήκε έξω και μου έδειξε πώς να πάω σπίτι του. Ύστερα μου έβαλε ένα χαρτί στο χέρι. «Πάρ’ το εσύ» μου είπε. «Το είχα γράψει τη μέρα που πέθανε ο Παύλος». Μπήκα στο αυτοκίνητο θλιμμένος. Ο Αλέξανδρος δεν μιλούσε συχνά για τον πατέρα του. Όποτε τον ρωτούσα άλλαζε κουβέντα. Εγώ τον είχα δει μόνο μία φορά, όταν είχε έρθει στην Αθήνα για χαρτιά. Είχαμε πάει στα ΚΤΕΛ να τον πάρουμε. Περπατούσε με κοφτά βήματα, κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι νευρικά. Είχε μια τσάντα φάκελο που την κρατούσε κολλημένη πάνω του. Σαν να φοβόταν μην

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=